Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται στη γυναίκα μου Ευτυχία
ΑΓΙΟΣ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ
Παίζει το μάτι σου με τη βροχή στα τζάμια
περίκλειστος του αργύρου
αν λιθάρι του Δευκαλίωνα
βυσσινιά θαλασσόπετρα
απομεινάρης σε ξύλο ελιάς
τεταριχευμένος αέρας άνεμος.
Τα ζεστά κλίκια σ’ άρεζαν
καθώς παιδί παιδάκι
οι βόλτες στον Καρπασινόδρομο
και το γυναικοστόλι
διακονητής ιεράς σφεντογόνας
μαρσάροντας το Ζούνταπ
οι σφήκες να φωλιάζουν άρχισαν
στον προβολέα.
Τα κιτρινοπούλια κοίταξαν απόψε χαμηλά
στις σκαμνιές του Μιλτιάδη
βιάσου τώρα βιάσου
τσιρίζει το φτιλάκι στο καντήλι
ότι προλάβεις αθώε σήμερα
ύστερα ελεφαντόδετος χρυσένιος
ν’ ακούς μονάχα τη βροχή στα τζάμια
καθώς παιδί παιδάκι.
Εμένα ποτέ δεν με ξεγέλασες
πάντα το ήξερα ότι σε έλεγαν
Βασίλη.
ΕΝΤΟΣ
Κάθε βράδυ με ποτίζουν αλυσίβα
στέρνουν τη σταυρομάνα μου
για να μη λέω όχι
εστάχτιασαν σιγά σιγά
τα τσίνορα και τα μαλλιά μου
εκάηκαν τα τζγιέρια μου
τα δάχτυλά μου καρβουνιάσαν
εσούφρωσα και τσίριασα
έγινα ένα πυκνό στοιχειό
να ζωγραφίζω στα μάτια των παιδιών
μαύρα σημάδια από κάτω
αράχνη γίνηκα και μπάμπουρας τυφλός
ήλιο αντίδωρο δεν παίρνω και δε δίνω
τεφρόχρους ή μελάγχρους κατά περίσταση
μόνο η καρδιά κνικάτη
σφύζει σπαργώνει
σπάει κελύφη σπάει πετρώματα
ανοίγει καλδέρες
γίνεται φρέαρ αρτεσιανό
κόκκινη λίμνη
θάλασσα κόκκινη
στα βύθη της για πάντα
ο Σωκράτης ποτέ δε βγήκε απ’ την πόλη.
ΛΕΥΚΑ ΧΑΡΤΙΑ
Λευκά χαρτιά
ασθμαίνοντα ες δύσιν
στα ερεμνά του Άδη
στους πέργιορες με τις σκιές
φλάμπουρα ανεμίστε
η άβυσσος δεν έχει σκήτες
δεν έχει ένα πράσινο φύλλο
μόνο τον Περσέα που τρελαμένος
τη Μέδουσα αποκεφαλίζει
κάθε τόσο και λιγάκι
και με βελούδινες πατημασιές
γεμίζει αίματα τις σκιάστρες.
Λευκά χαρτιά
στα μούτρα μου σαρκάστε
απέραστοι οι αμμόδρομοι
και οι άηχες φωνές επί ματαίω
οδίτης χωρίς πόδια
σκήνος πεπερασμένο
στα βρότεια έγκατα
το μόνο λύτρος
όσο η καρδιά μου πεταρίζει
λευκά χαρτιά μου τύραννοι
πάρτε με από δω
εγώ είμαι απ’ το θέρος
απ’ το αλώνισμα
είμαι απ’ το μπαμπάκι τον Οκτώβρη.
ΧΙΟΝΙ
Στο φίλο μου Νίκο Χείλαρη
Απόψε το φεγγάρι
τραβά το χιόνι απ’ τη θάλασσα
τραβά το χιόνι απ’ τις βόντενες του Δεκέμβρη
κι από την τσουτσουφιά
στο φεγγάρι πάντα υπάρχει χιόνι
εκεί θα πάρω τον περίπατό μου απόψε
πάνω στα γεφύρια των θεών
θερίζοντας το κώνειο της γαλήνης
στ’ ασύνορα περάσματα
στα περάσματα απ’ όπου οι άνθρωποι φεύγουν
και γίνονται μονόλιθοι
θα πάρω μαζί μου με τον ξηρό άνεμο
τα τριλίσματα των κορυδαλλών
στις παγωμένες καλαμιές της σελήνης
και οι λευκές πατημασιές θα ψάλλουν
το πυθαγόρειο θεώρημα του αργύρου
θα πάρω μαζί μου τις δεκαοχτούρες
θα πάρω ξεχασμένα στα δέντρα βύσσινα
και λίγο στάρι στη χούφτα
θα σπάσω τα σιδερένια δίχτυα απόψε
θα πάρω τον περίπατό μου στο χιόνι του φεγγαριού
θα φύγω.
ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ
Στα μνήματα δεν πάνε καλό λάδι
οι πεθαμένοι δεν το χρειάζονται
αν κάψουν μηδέν οξέα
γίνονται σαλιγκάρια σκουρωπά
γίνονται απολιθωμένα κοχύλια
Αμμωνίτες
κι όσο καίει το καντήλι
τόσο μεγαλώνουν
γίνονται ηχεία
γίνονται παχύωτα με αυτιά πορσελάνινα
που ακούν τα πάντα
οι συγγενείς τότε παίρνουν τα αυτιά πορσελάνες
φτιάχνουν κορνίζες φωτογραφίας
και τοποθετούν τον πεθαμένο μέσα
έτσι το κέρδος τους είναι διπλό
σε ακοή και χρήμα.
Η ΚΑΤΑΡΑ
Στην Ατσική από παλιά σέρνεται μια κατάρα
πρώτα πρώτα να πεθαίνουν τα παιδιά
μα μικρά μα ξεπεταγμένα μα ώριμα
μπαντέχουν οι γονείς
απ’ όταν γεννηθούνε το μαντάτο
κάτω απ’ την ακακία το καλοκαίρι
ή στο δρόμο για Γενοβγιού
ή την Κυριακή στην εκκλησία
χτυπά η καμπάνα ατελείωτα
ναυάγια απαγχονισμούς
λογής - λογής μαράζια
μετά οι γονείς γίνονται γλάροι
κανείς δε μιλά γι’ αυτούς και τα παιδιά τους
μπορεί ακόμα να γίνουν
σκιά και συριγμώδης άνεμος του μεσημεριού
ή να γίνουν καρφωμένα καλάμια
στα νιάματα του χειμώνα
ή χορταράκια στα παλιά πηγαδόχειλα
μπορεί να γίνουν σταχτιά πουλιά των καλαμιώνων
χωρίς όνομα
ή ακόμα να γίνουν ζέστα του πρωινού καπνού
στην Ατσική από παλιά σέρνεται μια κατάρα
πρώτα πρώτα να πεθαίνουν τα παιδιά
κι αυτό γιατί στην Ατσική
πάντα περιφρονούσαν
τον Άργη και τους κεραυνούς του.
ΕΦΗ
Στη γυναίκα μου Ευτυχία
Η ματιά της γαργάλησε τα σπαρτά
γέλασαν θημωνιές και μια πατόζα
κι απ’ το τσουλούφι της που έπαιζε στον αέρα
κόπηκαν σωρηδόν διαμάντια
με ρυθμό πολυβολισμών ποδηλάτου
ακτίνα και τραπουλόχαρτο
κι όταν πήγα να πω τι και πώς
οι ιεροί ατμοί της στο ημίφως
έλιωσαν τους παγετώνες στην Ανταρκτική
απ’ την άλλη
δε σταμάτησε να καρφώνει άγιους στο γρανίτη
όσο εγώ έσκαβα για μενίρ
μέσα στη λάβα των ηφαιστείων
καίγοντας τα ποδάρια μου
αφού ήταν προορισμένη
για ρόγα σταφύλι σουλτανί
πάντως
κατόρθωσα να ξεζέψω απ’ τον αραμπά
τα άλογα του Αχιλλέα
τα είχα κερδίσει με την αξία μου
αφού κομμάτιασα με κομπρεσέρ
τους τάφους των Γατελούζων
Ενετών αρχόντων
και στο τέλος τραβώντας την απ’ το χέρι
ρίξαμε ακόντιο στην ομίχλη
κάτω απ’ τους ήσκιους των βράχων
κι όταν έβρεξε ήλιο
δώσαμε φόκο
στις μπαρουταποθήκες.
ΒΕΓΓΕΡΑ
Τις τελευταίες ημέρες του χειμώνα
μας επισκέφθηκε ο εξάδελφος Απολλύων
άγγελος της αβύσσου
και βασιλεύς των ακρίδων της Αποκαλύψεως
που εμείς πάντα τον λέγαμε Απόλλων
και πάντα τον λέγαμε αιφνίδιο θάνατο.
Μας είπε πως τις προάλλες
τα έπιναν τα ούζα τους
με τον ταχύ ίππο του Αδράστου
τον επονομαζόμενο και κυανοχαίτη
συγγενής κι αυτός αντάν μπαμπαντάν
αφού γέννημα του δικού μας του Ποσειδώνα
και εκείνης της μαυροτσούτσουφης της Ερινύος.
Αυτός ο ίππος που ο παπάς τον βάφτισε Αρίων
αλλά όλος ο κόσμος τον φώναζε Άρε Μάρε ή Μαρέ
και καμιά φορά μαυράλογο
αυτός λοιπόν λέει ενίοτε
εξέπεμπε ανθρώπινη λαλιά
προλέγων τον θάνατο
όπως εκείνον του Αρχεμόρου.
Αφού που λέτε βεγγερίσαμε με τον εξάδελφο
και τον φιλέψαμε μάλιστα
και πετεινό με τα φλομάρια
μας το ξεφούρνισε λέει
για να χαρούμε.
Εκεί που πίνανε τα ούζα τους
με τον μαυράλογο
τα κουβεντιάσανε για μας και τ’ αποφάσισαν:
Μας τη χαρίσανε και φέτος.
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΠΟΥΡΙΩΝ
Τάγισε Αρμόλα τ’ άγρια άλογα
το καλαμπόκι να πέφτει στο νερό
να γίνεται βράχος
με ήλιο και βροχή οι πνιγμένοι
θα ’ρθουν απ’ τον παγωμένο κόσμο
τάγισε Αρμόλα τ’ άγρια άλογα
να πάνε καβαλαρία οι πνιγμένοι
τα παράπονα να κουρνιάσουν στις πλήθειες οπές
ο λυγμικός συγκρατημός να μη βγει στον αέρα
μες στης ομίχλης τους ατμούς
ορθέ προφήτη
μάζεψε το κρύο αίμα
που γεμίζει τις θαλασσόγουρνες
θα ’ρθουν σε λίγο με ήλιο με βροχή
οι βυθισμένες ζωές των βραχόβιων
να φυλάξουν τα οστά τους
στις χωματένιες σφύδες
θα ’ρθουν για σπόρους καλαμποκιού
στο γαλάζιο φως
για μια χειραψία
για βόλτα στον κάμπο
τάγισε παππού Αρμόλα τ’ άγρια άλογα
να στρογγυλέψουν οι κοφτερές άκρες
να ισώσουν οι νυγμώδεις ακμές
των κυκλώνειων άντρων
με ήλιο με βροχή θα’ ρθουν
στα λίθινα κονάκια
στις πέτρες του νερού
μάζεψε τις σπασμένες κνήμες
κλείσε τ’ απορημένα μάτια τους
αέρωσε τα βαριά πλεμόνια τους
τάγισε τ’ άγρια άλογα Αγιαρμόλα
με ήλιο με βροχή οι θαλασσοπνιγμένοι
στην αμφίβια γη
για μια βόλτα
για μια μπουκιά
εσύ μπορείς
εμείς δεν μπορούμε.
Ο ΜΠΛΕ ΠΙΘΗΚΑΣ
Πιοτό στα πεταχτά
εσάνς χημικού γλυκάνισου
στο καντίνι κούρδισμα και γιούργια
πόδια μηχανικά
από φυτό κι από μπαμπούν
τους βάτεψε ο μπλε πίθηκας
ο κοκκινόκωλας
κρυφίως
πάνω σε σημαιούλες
πετούν ιπτάμενοι χαλίφηδες
πρόσω ολοταχώς
με κραυγές με ουρλιαχτά
με χοροπηδητά
στων μουσκεμένων ρητορειών
την πλατεία
οι αείσιτοι εν πρυτανείω
θα ευλογήσουν τις γονές καμποτίνων
και θα βάλουν κλήρον Ερμού
αμπολητοί δραπέτες
των δακτυλίων του Κρόνου
σκόνη χώματα μπάζα
κι αέρας εμφιαλωμένος
στο τέλος μόνο η μουτζούρα κι οι στάχτες
απ’ τα καμένα θέατρα και τα τοπία
απ’ τη φωτιά πάντα γλυτώνουν
οι σάλιαγκες
κι οι μάλιαγκες.
ΤΑΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΚΟΥΔΑ
Τώρα στα μαύρα ρούχα
κρύα φλόγα σε φηκάρι
καλαμπόκι Σεπτεμβριανό
μον’ να θεοπροπώ κι ας μη μ’ ακούνε
εδά είμαι γέρος
δόξα σοι ο θεός
νόθα αδέρφια του Τάλω
πήρατε μόνε τη σιδεριά
και την οξείδωση
ν’ αφήνετε τις πόρτες ανοιχτές
για να στεργιώνει ο τοίχος
πορέψτε τουλάχιστον
ταγή για την αρκούδα
μεράδι της
σα σας πατήσει στα νεφρά
να γιάνετε.
ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΤΣΙΚΗΣ
Βότσαλα κι αγκάθια
λευκά άνθη στα κράσπεδα
καβούκια χελωνών προϊστορικά
σκουριασμένες μανέλες λατομείων
σιωπή με τα φτερά ανεμόμυλων
άνθρωπος θα πει κρύο νερό
θα πει λευκά της μάνας μου σεντόνια
καλημέρα γείτονα
όλοι θα καπνίσουμε καπνό θύου
μέσα σε σφαίρες αδειασμένες
από μπαρούτι και μολύβι.
ΠΑΛΣΑΡ ΘΝΗΣΚΩΝ
Έρχομαι απ’ την καρδιά του Κάβουρα
κόκκος εκρηξιγενής
του κόκκινου υπεργίγαντα
προϊόν είμαι επιθανάτιας διάλυσης
θα τελευτήσω την οίηση
της μυρμηγκοκαρδιάς σας
οι πομποί που στήσανε
έπιασαν τους σφυγμούς μου
τριάντα συν πλην
δεν είμαι δρομέας μεγάλων αποστάσεων
είμαι ένας πάλσαρ θνήσκων
ότι ήταν να σας πω το είπα
γεια σας και χαρά σας.
PAX TELEVISIANA
Στα κίτρινα νερά
αναδύθηκαν οι κρύες κεφαλές
αρχιευνούχων του Ξέρξη
τραβήχτηκαν πετάσματα
απ’ τα ουράνια ως τη γη
οι άνθρωποι της ξερολιθιάς
έβαλαν τον τζετζερέ στην πυροστιά
μα δεν θα κάμουν γάμο
της Κασταλίας νύμφης
αυτή επιμένει για καλόγρια
χωρίς να πιει νερό
απ’ τις εφτά κρήνες των λεόντων
τροφή σε λίγο απ’ το βάλτο
θα ρίξουν τους πεζόβολους
χτικιάρηδες βαθράκοι
κοκκινοσκέληδες του γένους τάνγκα
και οι μεταλλαγμένοι ζάγδαροι
δε θα γινούν φρικιά ως τους αρμόζει
δε θα πυροβολούνε
έγιναν οικειοθελώς συμβασιούχοι
ταΐζουν κόπρανα το μισερό εγώ τους
συμμετέχοντες στις τελετές
λιθοβολισμού πρωτομαρτύρων
ως φωνασκοί.
ΣΑΤΟΥΡΝΙΑ
Τα τέσσερα μάτια της Σατούρνια
σε βλέπουν μέρα νύχτα
γεμάτα απορία
γεμάτα δηλητήριο
βήμα μπροστά και βήμα πίσω
κάψε το φούρνο να βρεις σωτηρία
ψέματα σου είπε η μάνα σου
ψέματα σου είπε κι η μαμή σου
αυτή είναι της πέτρας της πυράς
είναι αερικό που έρχεται
απ’ τη φωλιά των ηφαιστείων
και δεν τη λένε Πεταλίδαρο
αλλά Σατούρνια Πίρι.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΕΡΑΝΟΣ
Είμαι ένας άνθρωπος της ερήμου
βεδουΐνος της πόλης ανάπηρος
άνθρωπος γερανός
με σιδερένιους αρμούς
μπασδέκες γάντζους και αρπάγες
με συρματόσχοινα και τροχαλίες
έχω ψηλό λαιμό
έχω τη μπίκα όρνιου
κοιμούμαι στην αρμύρα
και μου μιλούν οι άγκυρες
φορτώνω κάρβουνο και θειάφι
πετάω χύδην λίπασμα
στις τσιμεντόπλακες ματαίως
μολύβι τ’ ασάλευτα πόδια μου στο ντοκ
το κεφάλι μου χορεύει στον αέρα
χορούς φωτιάς
παραγγελιά
απ’ την αδερφή μου
υψικάμινο
ταξίδι στα Κύθηρα
πώς να πας με τέτοια πόδια
και μ’ ένα σκυλοπνίχτη ακάθαρτο.
ΕΠΙΝΙΚΙΑ
Ο καπνός μας βροντά
και τα χρώματά μας τυφλώνουν
θα χορέψουμε με καπιστράνα στο στόμα
στα σαθήρια
παρέα με τσαλαπετεινούς
θα κρεμάσουμε το κροκοδειλένιο πετσί μας
αφού μας γδάρουν
στις αμυγδαλιές
φτωχούλα με τον ταβά στην κεφαλή
πάρε πόζα για φωτό
μπρος στους κοντοβρακάτους
μετέωρο βήμα στο έρεβος των σεραφείμ
ντράγκα ντρούγκα τα όργανα στα σοκάκια
ανεμίζουν οι σημαιούλες
και οι δικέφαλοι αητοί στις εκκλησιές
ψεύτικα γυαλάκια στον αφαλό
κομποσκοίνια στους καρπούς
και κρεμαστάρια στο λαιμό
μπαμπουνοπίθηκα γέμισαν τον τόπο
προσκυνούν νεογέννητα άστρα
πίνοντας μπλε νερό
κάτω από μπλε αντίσκηνα
στην πλατεία των οστρακισμών
θα φέρουν κουτόχορτο και τρέξτε.
ΑΕΡΑΣ
Αέρας καταβάτης γερός
αέρας χοντρός
αέρας φίλος
απ’ τις λευκές κορυφές
στους κίονες της Μεγάλης Λέπτιδος
και τον καθαρό άμμο των ερήμων
έφερε Μέδουσες Νύμφες Γοργόνες
και τα παιδιά των μπαμπακιών
αινίγματα άλυτα τραυματισμένα
φυσάει για ν’ ανάβουν οι φωτιές
στις μαντεμένιες ξυλόσομπες
ένα τσιγάρο
ένα καντηλάκι αναμμένο
μια φορά κι ένα καιρό
τώρα για το θεό
αδειάστε τις τσάντες των παιδιών
σώστε τα απ’ τα γράμματα
μια και για πάντα.
ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Στη φίλη μου Λίτσα Πανταζή
Μη βλέπεις στην εικόνα
την άσπρη αλογατάρα την ψηλή
τα άλογα του Αγίου Γεωργίου είναι κοντά
γεροδεμένα μεν
αλλά εργατικά κακοτερένια
είναι σταχτιά ή ασπρόμαυρα
κοκκινωπά καμιά φορά
ποτέ λευκά
δεν έχουν σέλες μα σαμάρια
άντε κανένα χρέμι
από αυτά που ύφαινε
η Παναγιωτίτσα
τα άλογα του Αγίου Γεωργίου
τρέχουν σε χωματόδρομους
που χάραξε το αίμα
του δράκου που τον λέγαν Φόβο
και κουβαλούν ολημερίς
κοφίνια με σταφύλια
στάρι μες στα σακιά
δεμάτια με γεννήματα
τον κακομοίρη τον Άγιο Γεώργιο
ποτέ δεν του έδωκαν άλογο
ψηλό λευκό λουσάτο
πάντα τον είχαν για φαμέγιο
τώρα εκ των υστέρων
για να τον καλοπιάσουν
του ζωγραφίζουν τέτοια άλογα
πα στις εικόνες
ο Άγιος Γεώργιος που είναι παιδί τζιμάνι
τα κουρασμένα άλογά του σα γεράσουν
δεν τα πουλά στους γύφτους για κονσέρβες
αλλά τα κάνει τιμής ένεκεν
ολόασπρα πετρώματα
από αυτά που στα βουνά
βγάζουν ασβέστη
και δεν ξεχνάει τα χουνέρια
που κάποτε του έκαναν καμπόσοι
γι’ αυτό ο Άγιος Γεώργιος
ποτέ δεν ξανασκότωσε
το δράκο.
ΠΑΛΙ ΑΡΓΑ
Αργήσαμε λιγάκι πάλι ως θηρευτές
μας περιμένανε την εποχή των δεινοσαύρων
για ένα καφεδάκι που κάτσαμε να πιούμε
πέταξαν μακριά όλες οι χρυσαλλίδες.
ΤΟ ΤΡΑΜ
Στους ξερόλακκους χορεύουν
κάθε καλοκαίρι
όλοι οι γέροι κι οι γριές
το χορό της βροχής
με κατσώνες και μπαστούνια
και τώρα τελευταίως με τραμ
ύστερα φωνάζουν ότι κουράζονται
οι κωλόγεροι.
ΚΑΥΣΩΝΑΣ
Σε ένα ριζιμιό βράχο
στα όρη
θα γίνω μια βούλα χαραγμένη για τον καιρό
ζώο για γονιμότητα
θα γίνω άνθρωπος να σταματώ τη μοίρα
θα γίνω βραχογράφημα με ημερομηνία
αυτό μάλλον θα ειν’ το μόνο
έργο μου που θα μείνει
τι κάθομαι καλοκαιριάτικα
και γράφω σαν ανόητος!
ΓΡΑΪΔΙΑ ΣΤΟ ΣΚΛΙ
Τι αντιτεχνώνται καλέ
τα γραΐδια που κάθονται στο σκλι
και ψουψουψού και ψουψουψού
μετά τη μούντζα της Μαρίας
κρυφά γυρίζοντας το χέρι
πλην αυτά την αντελήφθησαν
γιατί λέει γέλασαν
που πέρασε μπροστά τους
γυρίζοντας απ’ τα μπάνια με το στρινγκ;
Τι αντιτεχνώνται;
ΟΔΟΣ ΟΞΟΥ ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟΣ
Ευδία στην επιφάνεια οίνου
ως καλοκαιρία νταμιτζάνας
θυρσομανούν τα μυκήτια ολούθε
αλλά εκεί μέσα τίποτα
κλειδαριές κι αμπάρες χημικές
ο την καρδίαν ευφραίνων
ως τραχανάς φυλάσσεται
με ιαβέρεια μέτρα.
ΝΥΚΤΟΝΑΣΤΙΑ
Οι καρφοποιοί μετητάχθησαν
εις φύλακες χαμαιτυπίων
λοχίτες αγγρισμένοι
και ως χειμερινοί καρποί άγριας συκιάς
προβάλλουν θώρακες
προβάλλουν μαλαφράντζες
κάνουν χαλάστρα
ακατάλληλοι τελείως
για τη θέση της νυκτοναστίας
ακατάλληλοι
τι να λέμε τώρα.
ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ
Αλείφτηκαν με έλαιο για τα καλά
οι σύντροφοι παλαιστές
πάνε και τα λέπια της ψωριασικής αρθρίτιδος
μα είναι άνθρωποι αυτοί να τους βάλεις στο σπίτι
ε όχι
άλλο οικειότης άλλο επιμειξία
μη βλέπεις αυτοί είχαν δικό τους το χασάπη
που έκοβε και έραβε τη λέξη «οαριστής»
όπως του κάπνιζε
σαν ήθελε την άφηνε ακέραια
να τη βάλεις στο φούρνο
να τη φας ως φιλία
ή την έκοβε έναρθρη στο «της»
και καταλάβαινες ακούοντας «κάποιος Άρης»
ή κατά το γούστο του τρία κομμάτια
«ο» «αρ» «ιστής»
σαν να λέμε ο γάιδαρός μας ο καφεδής
που τον φωνάζαμε αρ αρ αρ
σηκώθηκε όρθιος
ή ξεθηλύκωσε ο άτιμος.
ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
Το αλάτι πέρασε στα οστά
ψάχνοντας για το χρυσό στο Ελντοράντο
στα βουνά των ανυπόταχτων
το χιόνι όλο και λιγοστεύει
αφήνοντας ακάλυπτες τις Αχίλλειες πτέρνες
και την είσοδο στο «μάτι του Άδη»
στη χώρα της Στυγός
απ’ τον τεπέ του καμινιού
που καρβουνιάζουμε τον παλιό εξοπλισμό μας
αγναντεύουμε το «δούρειο ίππο»
φτιαγμένο με λαμαρίνες ραβδωτές
πέτρινοι σταυροί
πέτρινες κλίνες
στο ταξίδι με τα κόκκινα πανιά
και μεις με τις σωβράκες
βουτάμε στα βουρκόνερα
δραπέτες τα αγάλματα
άθικτες μόνο οι πέτρινες πατημασιές τους
γούρνες για να ποτίζουν ζωντανά
έξω απ’ τη σπηλιά του Κακαράπη
στ’ ασκηταριά του βορρά τ’ ανεμόεντα
τα κυπαρίσσια κρύβουν το μπόι τους
κι οι αροδάφνες βγάζουν φαρμάκι
σε πολύχρωμες σημαίες
μαύροι εμείς
μαύρες και οι σκιές μας
κάτω απ’ τον «ήλιο του μεσονυκτίου»
που διαρκεί αιωνίως
με ένα μπόγο ξενιτιάς
στην πλάτη
συνεχώς.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΝΑΡΓΥΡΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΠΟΡΝΕΙΟ ΣΤΑ ΘΕΡΜΑ ΛΗΜΝΟΥ ΜΑΖΙ ΜΕ ΚΟΠΕΛΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΟΜΗΝΙΚΟ
Του έγνεφαν ώρα οι γερανοί του Ιβύκου
αλλά αυτός αχάτης αδιαφανής χαλκηδόνιος
δεν έπαιρνε φως στον πυρήνα του
και παρ’ όλο που είχε συγγένειο
και με τον Ουρανό και τη Γαία
πάντα ήταν ξένος σ’ αυτή τη γη του Νότου
αυτός Σκύθης της αρχαίας φυλής Ιππημολγών
κατέβαινε απ’ τις Σαρδές
και δάμαζε άλογα για τον Ποσειδώνα
να παίρνει ο σκατόταφος τη δόξα
δε γνώριζε για τον ιραδέ του σουλτάνου
προς το λαό
να συλληφθούν όλοι οι καρποφάγοι των βαλανείων
να λείψει στο μέλλον η ράτσα
αυτών των φυσιοκρατών
κι όταν ήρθαν εκατόνταρχοι και εσατζήδες
με κατραμισμένα σχοινιά και χλωροφόρμια
αυτός βελούδο εκ μετάξης
σήκωσε μανουάλια
σήκωσε οσμή τράγου
κατά την περίοδο οχείας
αλλά αυτοί δε μάσησαν
και τους πρότεινε πάσαν καλπουζανία
και ότι έξυπνοι άνθρωποι είμαστε και σάλια μπάλια
κι όταν δεν ξαναμάσησαν
αυτός νόμισε
ότι έχει μπροστά του τσοπανέρια
τους ντριπλάρησε σαν τον Κρόιφ
άνοιξε φιαλίδια και κατάπινε καψούλες
προελεύσεως πολυετούς πόας χωρίς βλαστό
με ρίζα παχεία σαρκώδη συνήθως δισχιδή
παρέχουσα αμυδρά ομοιότητα
με το ανθρώπινο σώμα
με μια κουβέντα Μανδραγόρα
και φωνάζοντας ζήτω η αναρχία
έπεσε αίφνης ξερός
μυδριατικός
πεθαμένος και καλά
όμως οι του συρφετού μπάτσοι και κωλόμπατσοι
έχοντες θητεύσει στη μάκενα παλαιόθεν
του βάρεσαν κάμποσες κλωτσές επιτόπου
και τον πήγαν δέσμιο στο άλφα ταυ
για να δει πόσα απίδια παίρνει ο σάκος.
ΚΑΡΙΕΡΑ
Υπερακόντισα στο στάδιο
και βρήκα τα υπόγεια ύδατα
ως υδροσκόπος
κάλυψα τα μάρμαρα και τις επιγραφές
συνειδητά εσκύθισα
περνώντας μέσα από σπασμένες γρίλιες
μετατρέποντας σε ξύλινα τοτέμ
τις σκεπές των ανεμόμυλων
δηλητηρίασα το Σιλεντάριο
αύριο έχουμε τον περίδειπνο
σταμάτησα στο γήπεδο
τις τσουβαλοδρομίες
σημάδεψα με σφεντογόνα
αυτόν που ανέβηκε στο δώμα
και φώναζε
ο καλαϊτζής ο καλαϊτζής
και τώρα
δικαιούμαι να καταμετρήσω
τον βαθμό άνοιας θνήσκοντος λιθοξόου
και να μελετήσω
τα αίτια φαλαγκριασμού των νέων
αφού
έλαβα διαπίστευση
ως προεξοφλημένος ρήτωρ
και ιπτάμενος προφήτης της αύριον.
ΠΑΛΑΙΟΙ ΓΕΩΡΓΟΙ (ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΠΡΙΝ ΤΟ 1965)
Στον αδερφικό μου φίλο Νίκο Βλαχόπουλο
Οι γεραιοί αρμοί τους
έχουν το μάτι της λαλούσης δρυός
κολλημένο με κυανούν λίθο
που νύκτωρ κλέψανε
από αρχαία γανωματζίδικα
γι’ αυτό δεν πιάνουν οι κατάρες
των μαγγανευτών
του οίκου των υπηρετών
και των αρχιτρικλίνων
αφού αυτοί γιοι Κενταύρων νεκρομάντεων
σταυραδερφοί Λημνιών ψαράδων
και μελισσουργών
ανοίγουν πηγάδια και χτίζουν ξωκλήσια
αντίς να ιδρύουν Καισαρεία
και ντουχιουντίζουν
πώς να φιλιώσουν με το θάνατο
να σπάσει το διασάκι.
ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ «Η ΓΑΛΗΝΗ»
Ο γονιμικός δαίμων Ενιαυτός
πήρε πάλι το καφεδάκι του στο νεκροταφείο
με όλους τους πεθαμένους
και με ανδρόγυνους Σκύθες πολεμιστές
που τους πληρώνει
με Ώρες, Μέρες, Νύχτες
και ταχτικά στέλνει το Μήνα
να φέρει χασίσι ντόπιο
τους καλοπιάνει
να μη συλήσουν το καφενείο – ενηβητήριο
που έφκιαξαν με χίλια βάσανα
μαζεύοντας κομμάτι – κομμάτι τον Άψυρτο
και εξαργυρώνοντας τη Μήδεια
που είχε πάρει φόρα
και γέμιζε με μαύρες μανάδες το γήπεδο
εν τω μεταξύ θαμώνες πεθαμένοι
πιάστηκαν στην πρέφα για ένα λεξικό
και μοίραζαν την έννοια
της λέξης «ανενδεής»
και της λέξης «ανενθύμητος»
ώσπου ο καφετζής που τον λέγαν Μπρούντζο
τους είπε να σκάσουν πια
και τους κούνησε απειλητικά
τη λέξη «ανεμώλιος»
κι αυτοί μούταξαν
ξανάγιναν Ορύκτες και Σκεπτικοί
τούτη η ιδιότης τους βόλευε όλους
καθώς μπορούσαν οι συγγενείς τους
να μαζεύουν αμέριμνοι
σύκα απ’ έξω από τον πέργιορα
και τους ίδιους να μην τους ενοχλούν
παρά μια φορά την εβδομάδα και βάλε
που ανάβουν τα καντήλια.
ΔΡΟΜΟΣ ΑΤΣΙΚΗ – ΠΡΟΠΟΥΛΙ
Γραμμή τραίνου χωρίς τα βαγόνια
χαμένη στη γυάλινη σφαίρα της μάγισσας
που τη λεν Διαλεχτή
στους αγρούς έστησαν σκιάχτρα
με ερυθρές πανοπλίες
και τραγοτόμαρα σε σύρματα που σκουριάζουν
να πάρουν τη δόξα του σκαιού καβαλάρη
στο χορό παραγεμισμένων δαιμόνων
θα μπεις με το ζόρι
και θα δεις με τα μάτια της κούκλας
τους ηλίανθους και τα καλαμπόκια
ν’ ανθίζουν
οι καλοί άνθρωποι παίζουν κουτσό
πάνω σε σανιδένια γεφύρια
και γυρίζουν μύλο τρομύλο
τον ήλιο που δύει
στη ράχη της χήνας
αστέρια κίτρινοι γίγαντες
δραπέτες μακρινού γαλαξία
κρυμμένα μαζί με σπουργίτια
στις ξεροτρόχαλες εκκλησίτσες
το μαγκάνι κι η κόχλερ
ο ξυλένιος τροχός – νόρια
ο ξυλένιος σταυρός μας
όλα της γης
στο δισάκι έκρυψα
ένα κόκκο σταριού
για καλό και κακό.
ΚΑΚΑΝΟΙ
Στο γιατρό Μάκη Χάγιερ
Στις κόκκινες φωτιές τις αμήχανες
τσιτσιρίζουν και χάνονται
νεανικά χαμογέλια.
Παλιά ρολόγια ακόμα χτυπούν
ώρα γεννήσεως κι ώρα των χαίρε.
Ορτανσίας αιολικά δάκρυα
αρδεύουν τα φυτώρια της νεκρής φύσης
και τα λίθινα εργαλεία φυλάνε
στην κνεφαία καρδιά τους
ήχους ερειπωμένων λαδόμυλων.
Στα απάνεμα σπίτια μας
ζυμώνουμε άρτο
με κεραυνούς και αστραπές
φθινοπωρινών καταιγίδων.
Στο ηλιοβασίλεμα καταφτάνουμε
καβαλάρηδες των νετρίνων
για να φέξουμε την αόρατη
σκοτεινή ύλη του σύμπαντος
να ατμίσουν οι καυτοί άνθρακες
στο άσπρο πετσί μας
όσο οργώνουμε αλιστράτες
κραιπνοί υποφήτες
άνθρωποι φώτες
εσαεί.
ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Στον παιδικό μου φίλο Φώτη Κιουρανάκη
Τα φαντάσματα όταν γερνούν
κρύβονται μέσα στα κουφόβουρλα
αναμένουν καιρούς και καιρούς
μέχρι να κρυσταλλωθούν τα δακτυλικά τους αποτυπώματα
μέχρι οι μαύρες σκάλες να φτάσουν στην κορυφή
μέχρι τα πρόσωπά τους να εμφανισθούν στον πάγο
τότε ένα - ένα βγαίνει με το χρώμα του
με τη δική του αξιοπρέπεια
και σαν μικρά παιδάκια
παίζουν με τα παπύρια και τις χελώνες
πιάνουν νεροφίδες με καλάμια
στήνουν παγίδες στα οργωμένα χωράφια
για σπουργίτια και γερακάρες
κανείς πια δεν τα ενοχλεί.
ΣΤΑ ΜΠΑΜΠΑΚΟΧΩΡΑΦΑ ΑΤΣΙΚΗΣ ΛΗΜΝΟΥ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΜΗΝΑ
Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΑΡΓΥΡΗΣ
ΓΝΩΣΤΟΣ ΕΞΩΓΗΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ
ΚΥΝΗΓΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΓΡΙΑ ΠΟΥΛΙΑ
Έπεσε σιγή σε όλη την πεδιάδα
ο κυνηγός τα σάστισε
οι σπείρες των φυσιγγίων τρεμούλιασαν
τον πυρωμένο πυρήνα του
μια λευκή ζώνη αερίων
έκοψε το προφίλ του στα δύο
ένα φωτοστέφανο
από αμυδρά ηλικιωμένα πυροκλαστικά πετρώματα
κι από διάσπαρτα σφαιρωτά σμήνη
αρχέγονων φωτοκυττάρων
άρχισε να ξεθωριάζει
ενώ έσβηνε κατά ριπάς
ζαλίστηκε για λίγο
έκαμε μια ολόκληρη στροφή
γύρω απ’ το μαγματικό του κέντρο
και αίφνης
η γαλαξία οδός των αρχαίων
φώτισε σαν αστραπή το πρόσωπό του
κατάλαβε πως έρχεται αστρική καταιγίδα
άντε να πηγαίνουμε σιγά – σιγά σκέφτηκε
είχε πολύ δρόμο ακόμα
ως τον Άλφα Κενταύρου
από κει θα έβλεπε τον Ήλιο
ένα ακόμα πρόσθετο σταθμό
στο αναποδογυρισμένο Μ της Κασσιόπης
και δεν είχε σκοτώσει ακόμα
ούτε ένα ορτύκι
δε βαριέσαι μονολόγησε
γι’ αυτό υπάρχουν οι μαντρίσες
χοντροκώλες βιονικές όρνιθες
των γιαλαμαδοτζιγγινέδων
αν κι αυτός προτιμά
αυτές του Θεοδόση.
ΠΑΛΙΟ ΣΚΑΦΑΝΔΡΟ
Βυθισμένα άλμπουρα – σταυροί
με σηκωμένα χέρια
στον ύφαλο των πολλαπλών θανάτων
φουντώνουν την έπαρση κοχυλιών
που ετοιμάζονται να πάνε εκκλησιά
για τη δευτέρα ανάσταση.
Στα καρνάγια των σκελετών
και στις πεζούλες της μπογιάς
αλίβαπτοι ράτσας Πελασγών
βράζουν με τις μέρες ένα κόρακα
στον γαζοντενεκέ
και κρεμούν στο ικρίωμα
τη νεκροκεφαλή ενός σκύλου.
Όλο το δέρμα καρφωμένο με σύρμα
χρόνια τώρα ξετυλιγμό δεν έχει
στην εφημερίδα ένα ματωμένο κεφάλι
τα παράλυτα πόδια τους
θα χορέψουν χασάπικο.
Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΤΡΟΠΟΣ
Ποντίζουμε τη σπεράντσα στο όρος
και θυσιάζουμε το μαύρο κόκορα
ανοίγουν παράθυρα στις πυρίμαχες πέτρες
και σκαλωσιές τυφλές
βήματα γερενέ
για ιερά ανάληψη
δαπάνη για εξαπτέρυγα δεν εγκρίνεται
ο σκύλος θέλει βιολί
να σταματήσει το γαύγισμα
τρομάζει η σκιά κρεμασμένων σεντονιών
στον αέρα
ο ήλιος με το μάτι το τρίγωνο
ζεσταίνει πρωτόπλαστους τσοπάνηδες
που βόσκουν κόκκινα άλογα
και κόκκινες βακτριανές καμήλες
αξύπνητος ο μαρμαρωμένος βασιλιάς
με τέτοια απλωταριά στο αλώνι
και τέτοια ζέστα καλοκαιριού
δεν έχουμε άντρες για πέντε εφόρους
τους πήραν οι Αυστράλιες
μα η πόλη δε θα πέσει
από έλλειψη νομισμάτων.
20/7/1979
Στο ναυάγιο τόπο
επιπλέει το περίφημο κουπί
και τα παράσημα των χερουβείμ
το μαύρο μάτι σου
καπνίζει ακόμα οπή θειωρυχείου
μάτι τρελού ρινόκερου
έδωσε πυρ στη νάφθα
ληστή σικάριε του γένους των ληστών
τρέχα τώρα στο ορεινό σου κατοικήργιο
τα ματωμένα ράσα
πετροβάτης του ύψους
μονόχνωτος
χαφιές
φονιάς
προφήτης.
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΣΩΣΩΣ
Σκέλεθρα καρχαλέα μπαρούτι
από παλιούς μποχτσάδες στις πλάκες με βρόντο
για λίγο νερό για δροσίτσα
σα θα’ ρθουν οι Κένταυροι τοξευτές
της ακολουθίας του Κρόνου
να βάλουν μπροστά να ανθίζουν
τα ηλιακά τους ρολόγια.
Καβαλάρηδες στα βήματα πηγαδάδων
άσπρες ομπρέλες
αιματία βροχή
διαλαλούν γεννητούρια
πρωτόγαλα
αντί στείρο κληδόνισμα
εξόδιων θυοσκόπων
που αμολάρουν αητούς και σταχτόχηνες.
Ναυαγιοδύτες κρυμμένων σκιών
της νέφθυος τέκνα
Επίφρονες βαφτισμένοι
βρίσκουν άρτο ζεστό
κρασί καλαμπάκι
σε παγωμένα αμπάρια.
ΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΕΣ
Δεν πάει να πει
ασφαλής όρμος βορείων παραλίων
που λεν τα λεξικά
πάει να πει επίκληση θεών και γιουχάρισμα
την ώρα που οργώνουμε τη λάσπη
κατέβα απ’ τα σύννεφα αν είσαι άντρας ρε
πάει να πει το μέρος
που θάβουμε τις κεφαλές της Λερναίας Ύδρας
αυτό είναι γραμμένο
σε όλα τα ιωνικά ημερολόγια
το «ελλεβόρου δείται»
που λεν για μας χαμένοι
το μάθαμε και μας αρέζει
εμείς Κορύβαντες φυτρώσαμε απ’ τη γη
νυκτάλοπες εκ γενετής
δουλειά μας εξόν απ’ το ζοβγάρισμα
η φύλαξη των τυμπάνων.
ΤΟ ΙΑΜΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΑΚΙ «ΓΙΑΤΡΙΝΑ»
Το αεροπλάνο το Σάββατο σε βγάζει κατ’ ευθείαν
στην αυλή με τους καφέδες
στη μάνα υπεργίγαντα
με το έντονο ερυθρό φως
εκεί ο ασπρονάνος Βενέτα δεν ακτινοβολεί
είναι κρυστάλλινο άψυχο στερεό
που διαβάζει το παρελθόν
στο πατρικό σπίτι δουλεύει ακαταπαύστως
η μηχανή του χρόνου
ένα έτος φωτός
ίσον λίγα κορναρίσματα και γέλια
συνήθως περνά ο Ωρίων πάνω στην τρίκυκλη
αστερισμός και γυρολόγος
βροντά κι αστράφτει όλη η γειτονιά
το παχουλό παιδάκι του στον ώμο
Μπετελγκέζ ή Δημητρός
είναι άρρωστο
πάσχει από έλλειψη υδρογόνου
θα γίνει με τον καιρό
ένα δεντράκι στην αυλή μας
με κίτρινα λουλούδια χωνάκια
που το λένε «γιάτρινα».
THEO
Πέρασε πάλι απ’ το κτήμα νυκτερωπός
ο ασκημένος τοξότης με το μαύρο καπέλο
την ώρα που καίγαμε σφάγια σε εξιλεωτικές θυσίες
και αντλούσαμε τα υπόγεια ύδατα των εκμιαντών
άλλοι πασπάλιζαν θολοστάχτη γύρω τριγύρω
να μαραθούν οι αψυχάρες
άλλοι φορούσαν χάλκεον κράνος και πάλλιον
τελοσπάντων όλοι βιαζόμαστε για τον εσπερινό
κοντοστάθηκε και χαιρέτησε
ένα καφέ είπε τον πίνω
από δω είστε τι επαγγέλεσθε
ρωτήσαμε με τρόπον κάπως απροσδιόνυσον
εξ Ηπείρου κι από επάγγελμα τίποτα σπουδαίο
βαρκάρης και κυνηγός
τώρα φυλάω ένα γέρο εδώ πιο πάνω
πλύσιμο ξεσκάτισμα τα γνωστά
εγώ τον κρατώ ζωντανό
τον ξέρετε παλαιόθεν
τον λένε Theo.
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ
Ανάκαρδα προχωρώ σ’ αυτές τις λεγόμενες επεξηγήσεις. Η ποίηση είναι σαν μια επαναστάτρια αναρχική ωραία γυναίκα. Ακόμα κι ασκημομούρα να είναι, έχει χαρακτήρα. Τα μυστικά της είναι τα θέλγητρά της. Το μυστήριο, το κρυπτικό, το ανεξήγητο είναι το άρωμά της. Αλλά απ’ την άλλη, άνθρωπος είσαι, δε θέλεις ένα νεύμα της, ένα χαμόγελό της, να δεις και συ πού το πάει; Θέλεις. Προσωπικά, θεωρώ ότι κατά τη γραφή των ποιημάτων είχαν γίνει τα βήματα που χρειάζονταν σε μια πορεία «ελεγχόμενου» ή αν θέλετε με «συγκεκριμένη δοσολογία» σουρρεαλισμού.
Τέλος πάντων και επειδή πολλοί μου λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τι γράφω, έβαλα αυτό το… λυσάρι, πλην σε δόση…φαρμακείου. Ίδωμεν.
Άγιος Φανούριος
Το παιδικό πρόσωπο του Αγίου Φανουρίου στην εικόνα συγχέεται συνειδητά με το παιδικό πρόσωπο του αδικοχαμένου αδερφού μου Βασίλη, που σκοτώθηκε σε ναυάγιο σε ηλικία 24 ετών. Απευθυνόμενος στον Άγιο Φανούριο, μιλώ με το χαμένο μου αδερφό.
Λιθάρι του Δευκαλίωνα. Το χάλκινο γένος των ανθρώπων εξαφανίσθηκε με τον κατακλυσμό. Ο Δευκαλίων ρίχνοντας προς τα πίσω πέτρες έφτιαχνε άντρες, ενώ η Πύρρα ρίχνοντας πέτρες έφτιαχνε γυναίκες.
Κλίκια. Κυκλικά κουλούρια, που τα ζύμωναν οι γυναίκες στη Λήμνο μαζί με τα ψωμιά. Ήταν τα πρώτα που έβγαζαν απ’ το φούρνο και φίλευαν συνήθως τα παιδιά που περίμεναν με ανυπομονησία.
Καρπασινόδρομος. Ο δρόμος Ατσική – Καρπάσι στη Λήμνο, όπου παλιότερα γινόταν η λεγόμενη «βόλτα», δηλαδή το νυφοπάζαρο.
Κιτρινοπούλια. Μεγάλα κίτρινα πουλιά, που κοίταζαν τη νύχτα στα δέντρα και τα κυνηγούσαμε σαν παιδιά τη νύχτα με φακό και σφεντόνα.
Σκαμνιές του Μιλτιάδη. Μουριές στο κτήμα του Μιλτιάδη, στην Ατσική Λήμνου.
Εντός
Τζγιέρια. Τα σωθικά, τα σκώτια.
Μπάμπουρας. Μαύρο σκαθάρι που βγαίνει τη νύχτα.
Κνικάτη. Κόκκινη.
Καλδέρα. Ισπανική λέξη που θα πει λέβητας. Μεγάλος λεβητοειδής κρατήρας ηφαιστείου.
Λευκά χαρτιά
Λευκά χαρτιά. Ο αγώνας αλλά και η ανημπόρια πολλές φορές να γεμίσει ένα λευκό χαρτί. Ο Αζίζ Νεσίν λέει ότι οι παλιοί Τούρκοι θεωρούσαν το γραμμένο χαρτί και το ψωμί ιερό και αν το έβλεπαν στο δρόμο πεταμένο το έπαιρναν στο χέρι, το φιλούσαν και το έβαζαν σε μια κόχη, σε μια τρύπα στον τοίχο κλπ. Αυτό το κάναμε και εμείς σαν παιδιά, αλλά μόνο για το ψωμί. Τώρα που μεγάλωσα κατάλαβα πόσος σεβασμός πρέπει σε ένα γραμμένο χαρτί.
Ερεμνά. Τα σκοτεινά, τα ερεβώδη.
Πέργιορες. Οι ψηλοί φράχτες.
Χιόνι
Βόντενες. Πεπόνια που βγάζαμε τη Λήμνο, μακρόστενα, λευκά με μια πρασινωπή απόχρωση, με λεπτό άρωμα και ωραία γεύση, που συνήθως ήταν όψιμα και ξέμεναν μέσα στα χωράφια μέχρι το μάζωμα του μπαμπακιού το φθινόπωρο.
Τσουτσουφιά. Τζιτζιφιά.
Αμμωνίτες
Αμμωνίτες. Τεράστια σαλιγκάρια, που έζησαν πριν τετρακόσια εκατομμύρια χρόνια και τώρα βρίσκονται μόνο ως απολιθώματα. Πήραν το όνομά τους από τον Αιγύπτιο θεό Άμμωνα, ο οποίος παριστάνεται με κεφαλή κριού με περιελισσόμενα κέρατα.
Η κατάρα
Νιάμα. Το χωράφι που δεν οργώνεται για να «ξεκουραστεί». Στα νιάματα φυτρώνει χορτάρι και ο κάτοχός του για να δείξει ότι το νέμεται καρφώνει μερικά καλάμια στο χώμα, σαν σημάδι, για να μην το βοσκήσουν άλλοι.
Άργης. Ένας από τους κύκλωπες, γιος του Ουρανού και της Γαίας, κάτοχος του κεραυνού που του χάρισε ο Δίας.
Βεγγέρα
Απολλύων. Άγγελος της αβύσσου (Αποκάλυψη Ιωάννου)
Πάντα τον λέγαμε Απόλλων/και πάντα τον λέγαμε αιφνίδιο θάνατο. Ο Απόλλων κατά την αρχαιότητα ήταν η προσωποποίηση του αιφνιδίου θανάτου.
Αρίων. Μυθολογικός ίππος, γιος του Ποσειδώνα και της Ερινύος, με μαντικές ικανότητες ως προς την πρόβλεψη του θανάτου.
Φλομάρια. Λημνιακές χυλοπίτες.
Στη θάλασσα των πουριών
Τα πουριά είναι μια ακτή στον κόλπο του Μπουρνιά στη Λήμνο, με βράχους από πωρόλιθο, οι οποίοι είναι γλυμμένοι απ’ τη θάλασσα και σχηματίζουν διάφορα σχήματα και μορφές. Έχουν πνιγεί πολλοί στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία έχει πλέον επιβαρυνθεί με μια μεταφυσική διάσταση.
Αρμόλας ή Ερμόλας. Ερμόλαος (Άγιος Ερμόλαος ή Αγιαρμόλας, εκκλησία στον κόλπο του Μπουρνιά).
Σφύδα. Μεγάλο πήλινο αγγείο, λίγο μικρότερο απ’ το πιθάρι, στο οποίο αποθηκεύουν κρασί, λάδι, κλπ. Την ιδέα ότι «φυλάνε τα οστά τους στις χωματένιες σφύδες», την πήρα από μια είδηση σχετικά πρόσφατη, για την ανακάλυψη κάπου στην Ελλάδα ενός παιδικού νεκροταφείου, όπου βρήκαν εκατοντάδες πήλινα αγγεία με σκελετούς παιδιών μέσα. Η ταφή αυτή είναι γνωστή ως «ταφή εγχυτρισμού», κατά την οποία ο νεκρός τοποθετείται στο αγγείο – χύτρα.
Ο μπλε πίθηκας
Από μπαμπούν. Νεολογισμός. Προέλευσης…μπαμπουΐνου.
Αείσιτοι εν πρυτανείω. Πρυτανείο ήταν το αρχείο κάθε αρχαίας ελληνικής πόλης. Στο πρυτανείο των Αθηνών υπήρχαν τα αγάλματα της Ειρήνης και της Εστίας, το άσβεστον πυρ της πόλεως και ήταν ανηρτημένοι οι νόμοι του Σόλωνος. Εκεί σιτίζονταν δημοσία δαπάνη οι πρυτάνεις, οι αείσιτοι, οι ξένοι πρέσβεις και οι διά ψηφίσματος τυχόντες της τιμής της σιτίσεως στο πρυτανείο.
Τις γονές καμποτίνων. Καμποτίνος. Παλιοθεατρίνος, αγύρτης.
Σάλιαγκες. Σαλιγκάρια. Βδελύγματα.
Μάλιαγκες. Νεολογισμός. Του ιδίου…φυράματος με το προηγούμενο.
Ταγή για την αρκούδα
Φηκάρι. Θηκάρι, περίβλημα.
Θεοπροπώ. Προφητεύω.
Εδά. Τώρα (Κρητικό).
Τάλως. Χάλκινος ήρωας της Κρητικής μυθολογίας, «πρόγονος» των σημερινών ρομπότ. Ήταν άτρωτος από πολλά, όπως φωτιά, κλπ, αλλά τρωτός ως μεταλλικός, από την υγρασία και τη σκουριά.
Αφήνετε τις πόρτες ανοιχτές για να στεργιώνει ο τοίχος. Να είστε φιλόξενοι για να είστε ευλογημένοι. Άλλη σημασία: Ανοιχτή πόρτα, λιγότερη υγρασία, στερεότεροι τοίχοι, στερεότεροι άνθρωποι, αφού ως παιδιά του Τάλω δεν ευνοούνται από την υγρασία.
Ταγή για την αρκούδα. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα υπήρχε η δοξασία ότι αν κάποιος πονούσε στη μέση και τον πατούσε εκεί μια αρκούδα, αυτός θα γινόταν καλά. Οι παλιοί θα θυμούνται τους ξεσταφνισμένους να ξαπλώνουν μπρούμυτα και ο αρκουδιάρης να βάζει την αρκούδα να τους πατήσει. Ταγή για την αρκούδα, ήταν ένα εύσχημο αίτημα του αρκουδιάρη για αμοιβή. Εδώ μάλλον είναι μια προτροπή για ανάληψη ευθυνών.
Πρωινός καφές στην πλατεία Ατσικής
Μανέλα. Μεγάλος σιδερένιος λοστός των λατόμων.
Θύον. «Δένδρον ου το ξύλον εκαίετο ως αρωματικόν ον. Ο εις θυσίαν προσφερόμενος πλακούς» (Πάπυρος Λαρούς).
Πάλσαρ θνήσκων
Πάλσαρ. Είναι άστρα νετρονίων, που περιστρέφονται σαν σβούρες εκατοντάδες φορές κάθε δευτερόλεπτο και εκπέμπουν ραδιοκύματα από τους μαγνητικούς πόλους τους, σαν απόκοσμοι φάροι του Διαστήματος. Αυτά τα ραδιοκύματα, που στην πραγματικότητα είναι μια τεράστια ποσότητα ακτινοβολίας, όταν πριν μερικές δεκαετίες τα πρωτοανακάλυψαν οι αστρονόμοι, θεώρησαν ότι μπορεί να προέρχονται από μορφές ζωής που ήθελαν να επικοινωνήσουν μαζί μας. Αυτές οι αστρικές ραδιοπηγές αποτελούν υπερσυμπιεσμένους αστρικούς πυρήνες, που απέμειναν από μια έκρηξη ενός άλλου άστρου, μιας λεγόμενης σουπερνόβα.
Pax televisiana
Πεζόβολος. Δίχτυ στρογγυλό που ρίχνει κάποιος πετώντας το στο νερό με σκοπό να πιάσει τα ψάρια που αυτό θα σκεπάσει.
Βαθράκοι. Βάτραχοι.
Του γένους τάνγκα. Ναι, από ….βρακιά τάνγκα.
Ζάγδαρος. Πεζός, ακόλουθος εφίππου στρατιώτη, ο οποίος δεν ήταν δούλος, όμως ακολουθούσε τις διαταγές.
Σατούρνια
Στο χωριό μου, νομίζω στην αρχή του φθινοπώρου εμφανίζονται κάτι τεράστιες πεταλούδες χρώματος κυρίως καφέ – σταχτί που κουρνιάζουν πάνω στα ντουβάρια, μέσα στους αχυρώνες και στους στάβλους, σε μέρη δηλαδή κάπως σκοτεινά. Στο σπίτι μας συνήθως πήγαιναν στο καλύβι που ήταν ο φούρνος. Αυτές οι πολύ μεγάλες πεταλούδες, που έχουν πάνω τα φτερά τους σχέδια στρογγυλά που μοιάζουν με μάτια προκαλούσαν ένα δέος κυρίως σε μας τα παιδιά, όμως τις πιάναμε αφού ήταν βραδυκίνητες και τις καρφώναμε με καρφάκια στα ανώθυρα και σε άλλα μέρη και έπαιζαν το ρόλο του τροπαίου και του στολιδιού. Η ονομασία που είχαν ήταν πεταλίδαρος ή πετάλ’δαρος. Σχεδόν κάθε καθρέφτης κουρείου είχε στολισμένο και ένα αποξηραμένο πεταλίδαρο. Τις προάλλες εντελώς τυχαία είδα ξαφνικά σε ένα περιοδικό τη φωτογραφία ενός πεταλίδαρου. Τότε έμαθα ότι είναι η μεγαλύτερη πεταλούδα της Ευρώπης, ότι το άνοιγμα των φτερών της φθάνει τα 150 χιλιοστά και ότι η επιστημονική ονομασία της είναι Saturnia pyri.
Άνθρωπος γερανός
Μπίκα (η). Ράμφος στα κρητικά. Από το αγγλικό beak.
Επινίκια
Σαθήρι. Το περιβόλι.
Ταβάς. (Τουρκ.) ταψί.
Οστρακισμός. Εξοστρακισμός. Ψηφοφορία για να εξοστρακίσουν κάποιον.
Τα άλογα του Αγίου Γεωργίου
Κακοτερένιος. Κακοφανισμένος, ταλαίπωρος.
Φαμέγιος. Υπηρέτης, παρακατιανός.
Χρέμι. Υφαντό μάλλινο κλινοσκέπασμα, ή χαλί.
Παναγιωτίτσα. Η γιαγιά μου απ’ τη μάνα μου, πολύ νοικοκυρά και υφάντρα ξακουστή.
Αλλά τα κάνει τιμής ένεκεν ολόασπρα πετρώματα. Στο Uffington της Αγγλίας υπάρχει ένα προϊστορικό μνημείο το λεγόμενο λευκό άλογο (Uffington white horse) που είναι η φιγούρα ενός τεράστιου αλόγου μήκους 114 μέτρων από λευκό ασβεστολιθικό πέτρωμα. Οι αρχαίοι άνθρωποι που το δημιούργησαν το ζωγράφισαν στο χώμα και μετά έσκαψαν πάνω στο σχέδιο και αποκάλυψαν το πέτρωμα που υπήρχε από κάτω. Πιθανόν η φιγούρα να είναι ένας κέλτικος θεός ή ένα φυλετικό σύμβολο.
Το τραμ
Κατσώνα. Η μαγκούρα τα Λημνιακά.
Και τώρα τελευταίως με τραμ. Όταν πρωτολειτούργησε το τραμ ακριβώς πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες, για μερικές ημέρες ήταν δωρεάν. Όλοι οι αργόσχολοι γέροι πήγαν να το δουν και να πάρουν τη… βόλτα τους και δημιούργησαν μέγα συνωστισμό.
Γραΐδια στο σκλι
Σκλι. Πεζούλα στα παλιά Λημνιακά σπίτια που κάθονταν τα απογεύματα και τα βράδια οι γειτόνισσες και περνούσαν την ώρα τους συζητώντας και κουτσομπολεύοντας. Ίσως από τη λέξη «σκαλί».
Τι αντιτεχνώνται; Όλο το ποιηματάκι έγινε χάρη σ’ αυτή τη λέξη, που πολύ μου άρεσε. Αντιτεχνώμαι. Αντισοφίζομαι, επινοώ τέχνασμα αντί τεχνάσματος.
Οδός όξου ατελέσφορος.
Μα χρειάζεται μαγιά, που είναι το κατακάθι του ξυδιού. Εγώ δεν το ήξερα.
Νυκτοναστία
Νυκτοναστία. Κινήσεις ύπνου ή εγρήγορσης, που πραγματοποιούν τα φυτά με την εναλλαγή ημέρας και νύχτας. Εδώ εννοείται η προσαρμογή.
Μαλαφράντζα. Αφροδίσιο νόσημα, γαλλική ασθένεια (male francese).
Σύντροφοι
Οαριστής. Σύντροφος, φίλος.
Αρ αρ αρ. Επιφώνημα, κάλεσμα, αλλά και πρόκληση σε αρσενικούς γαϊδάρους να …ξεφηκαρώσουν (Λημνιακό).
Δούρειος ίππος
Τεπές. Η κορυφή του καμινιού.
Αροδάφνη. Η πικροδάφνη.
Σύλληψη του Ανάργυρου…
Ιππημολγοί. Φυλή Σκυθική, ενάρετων, αγαθών ανθρώπων.
Τσοπανέρια. Τα τσοπανόπουλα, οι άβγαλτοι άνθρωποι, οι αφελείς.
Μάκενα. Μηχανορραφία.
Καριέρα
Σιλεντάριος. Αξιωματούχος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης κατά τις διάφορες υποδοχές.
Δηλητηρίασα το Σιλεντάριο. Εδώ εννοείται μια συμμετοχή σε ανόσια πράξη.
Περίδειπνος. Δείπνο, τρεις μέρες μετά την κηδεία για τους φίλους και οικείους του νεκρού.
Σφεντογόνα. Σφεντόνα.
Ο καλαϊτζής. Μέχρι πριν λίγα χρόνια υπήρχαν ακόμα οι γανωματήδες ή γανωτζήδες, που όταν περνούσαν από ένα μέρος φώναζαν με τη μακρόσυρτη φωνή τους το γνωστό «ο γανωματής». Στη Λήμνο δεν ξέραμε ότι λέγονται και καλαϊτζήδες. Κάποτε ήρθε ένας, προφανώς ξενομερίτης και φώναζε «ο καλαϊτζής». Φάνηκε τόσο αστείο που κάποιο παιδί ανέβηκε σε ένα ύψωμα και φώναζε κι αυτό «ο καλαϊτζής, ο καλαϊτζής» και τα υπόλοιπα ξεραίνονταν στα γέλια. Αυτό πήρε αέρα και φώναζε συνέχεια «είμαι ο καλαϊτζής ο καλαϊτζάτορας ο Γιάννης του Γιωργή» μέχρι που άρχισε να ενοχλεί και κάποιο άλλο το σημάδεψε και του αμόλησε μια πέτρα με τη σφεντόνα στα πόδια.
Φαλαγκριασμός. Μέγα σύγχρονο παράδοξο για την πεθερά μου. Παλιά δεν υπήρχαν, λέει, «φαλαγκροί» παρά μόνο μερικοί πλούσιοι. Τώρα ακόμα και νέοι δεν έχουν μαλλιά. Πού να οφείλεται άραγε αυτός ο «φαλαγκριασμός»;
Παλαιοί γεωργοί
Παλαιοί γεωργοί. Αυτοί εργάζονταν και σου ενέπνεαν σεβασμό, δεν είχαν καμιά ομοιότητα με τους τύπους που καταλαμβάνουν τώρα τους δρόμους.
Έχουν το μάτι λαλούσης δρυός. Κατ’ αντιστοιχίαν προς την Αργώ, το πλοίο του Ιάσονα και των Αργοναυτών. Σύμβουλοι για την κατασκευή του ήταν η Ήρα και η Αθηνά, οι οποίες «εις το στέλεχος του εκ Πηλιάδος λεύκης ξύλου ήρμοσαν ξύλον της λαλούσης Δωδωναίας δρυός δια να ειδοποιεί περί των κινδύνων».
Κυανούς λίθος. Το καλάϊ.
Καισαρεία. Για λόγους ευφωνικούς, αντί του ορθού Καισάρεια. Καισάρειον. Ναός ιδρυθείς προς τιμήν ενός Καίσαρα ή ενός αυτοκράτορα.
Ντουχιουντίζουν. Σκέφτονται, προβληματίζονται (Κρητ.).
Σπάει το διασάκι. Διαλύεται μια έχθρα, μια φιλονικία. Έκφραση που απαντάται σε διάφορα μέρη, όπως στην Κρήτη.
Καφενείον «Η γαλήνη»
Ενιαυτός. Προσωποποίηση του έτους. Δαίμων, που λατρευόταν συνήθως μαζί με τις Ώρες, την Ημέρα, τη Νύχτα και το Μήνα.
Σκύθες. «Λαός Ιρανικής καταγωγής. Ελάτρευον τον θεόν του πολέμου υπό την μορφή ξίφους. Έζων τρώγοντες ίππειον κρέας και έπινον γάλα φορβάδος. Από της σέλας των αλόγων των ανήρτων τας κόμας, τας οποίας είχον εκδάρει εκ του κρανίου των εχθρών των» (Πάπυρος Λαρούς).
Άψυρτος. Ο αδελφός της Μήδειας. Όταν έφυγε με τον Ιάσονα, ο πατέρας της Αιήτης την κατεδίωξε και η Μήδεια για να τον καθυστερήσει σκότωσε τον αδερφό της τον Άψυρτο, τεμάχισε το πτώμα του και πετούσε τα κομμάτια του στη θάλασσα.
Ανενδεής. Ο αυτάρκης, ο ουδενός έχων χρείαν.
Ανενθύμητος. Αυτός που δεν τον θυμάται κάποιος.
Ανεμώλιος. Μάταιος, άχρηστος, ατελεσφόρητος.
Μπρούντζος. Ο Γεώργιος Γιαννάς εξ Ατσικής Λήμνου, σκαπανεύς και ψυχοπομπός.
Ορύκτες. Αυτοί που ζουν μέσα στο χώμα (Αυθαίρετη ερμηνεία).
Σκεπτικοί. Φιλοσοφικό ρεύμα. Θεωρούν αδύνατη την κτήση κάθε ισχύουσας αλήθειας, αρνούνται κάθε γνώση, όπως ακριβώς πρέσβευαν προηγουμένως οι Σοφιστές,
Πέργιορας. Περίβολος.
Δρόμος Ατσική – Προπούλι.
Διαλεχτή. Η θεια μου Διαλεχτή, περίφημη ξεμετρήστρα, που το σπίτι της είναι πάνω σ’ αυτό το δρόμο.
Οι καλοί άνθρωποι παίζουν κουτσό πάνω σε σανιδένια γεφύρια. Είχα δει σαν παιδί, πηγαίνοντας με το συχωρεμένο τον πατέρα μου στο χωράφι, ένα ηλικιωμένο συγχωριανό μας να παίζει κουτσό μόνος του σε μια μικρή ξύλινη γέφυρα, πάνω από ένα χαντάκι. Κοίταξα τον πατέρα μου με απορία, περιμένοντας να μου εξηγήσει το φαινόμενο. Ο πατέρας μου δεν το σχολίασε, αλλά είπε σαν να έβλεπε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο: «Ο καθένας τη δουλειά του».
Μύλο – τρομύλο. Έκφραση που θα πει «γύρω – γύρω»
Αστέρια κίτρινοι γίγαντες. Κατ’ αναλογία με τα αστέρια κόκκινους γίγαντες της αστρονομίας. Στη Λήμνο όλα είναι κίτρινα, ακόμα και τα αστέρια της.
Κόχλερ. Η περίφημη αντλητική μηχανή, βενζινοκίνητη και μαντζόβολη, που ήταν πολύ διαδεδομένη στα «χρόνια του βαμβακιού».
Ο ξυλένιος τροχός – νόρια. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι ξύλινοι τροχοί που έβγαζαν νερό υπήρχαν, αλλά η λέξη «νόρια» είναι ακαταμάχητη.
Κακανοί
Κακανοί. Οι φωτιές του Αη Γιαννιού.
Κνεφαία. Σκοτεινή.
Καβαλάρηδες των νετρίνων. Αστρικοί καβαλάρηδες. Τα νετρίνα είναι δομικά πυρηνικά στοιχεία που δημιουργούνται σε τρομακτικές ποσότητες στα τελευταία στάδια ζωής ενός άστρου, λόγω της μεγάλης συμπίεσης και πριν την έκρηξη – σουπερνόβα.
Αλιστράτες. Θαλάσσιες οδοί.
Κραιπνοί υποφήτες. Ορμητικοί προφήτες (Ορφέας, περί λίθων).
Άνθρωποι φώτες. (Πλεονασμός). Φώτες είναι οι άνθρωποι (Ομηρ.)
Χείμαρρος Μητροπόλεως
Τα φαντάσματα όταν γερνούν. Εμείς είμαστε τα φαντάσματα. Οι παιδικές μας ενασχολήσεις τώρα μόνο στη μνήμη.
Ο δικός μας τρόπος
Σπεράντσα. Στα αρχαία πλοία μια μεγάλη άγκυρα, άγκυρα ελπίδας όπως λέει και το όνομά της, καλά στερεωμένη στο κατάστρωμα, χρησιμοποιούμενη σε έσχατη ανάγκη.
Γερενέ. Αντί (Λημνιακό).
Ο ήλιος με το μάτι το τρίγωνο ζεσταίνει πρωτόπλαστους τσοπάνηδες που βόσκουν κόκκινα άλογα και κόκκινες βακτριανές καμήλες. Όλα αυτά σε αγιογραφίες του 19ου αιώνα, με θεματογραφία από την Παλαιά Διαθήκη, του Ίμβριου ζωγράφου – αγιογράφου Ευστράτιου Χαϊμαντή, στην εκκλησία του Χριστού στο Ρεπανίδι Λήμνου.
Δεν έχουμε άντρες για πέντε Εφόρους / τους πήραν οι Αυστράλιες / μα η πόλη δε θα πέσει / από έλλειψη νομισμάτων. Αναφορά στην αρχαία Σπάρτη ως προς τους πέντε Εφόρους. Η λειψανδρία, λόγω της ξενιτιάς. Η έλλειψη νομισμάτων στην αρχαία Σπάρτη, που ήταν μια επιλογή τους για να μην ευνοείται η φιλοχρηματία είχε σαν αποτέλεσμα λόγω αδυναμίας συναλλαγών με τις άλλες πόλεις να περιπέσει η πόλη σε οικονομικό μαρασμό. Εδώ έλλειψη νομισμάτων εννοείται μια προσήλωση στα παλαιά ήθη.
20/7/197920/7/79.
Γιορτή του Προφήτη Ηλία (κάθε 20 Ιουλίου). Ξημερώνοντας η 20/7/79 έγινε ένα τρομακτικό ναυτικό ατύχημα στην Καραϊβική θάλασσα, όπου συγκρούστηκαν δυο υπερτάνκερς, το Atlantic Empress και το Aegeαn Captain με συνέπεια να πάρει φωτιά το πρώτο και να ανατιναχθεί από μόνο του μερικές μέρες αργότερα. Σ’ αυτό το ατύχημα σκοτώθηκαν 26 άτομα μαζί και ο μικρός μου αδελφός Βασίλης. Πάντα έβλεπα ένα παράπονο στο πρόσωπο της μάνας μου κάθε που έλεγε: «αύριο ξημερώνει του Προφήτη Ηλία».
Το περίφημο κουπί. Αναφέρεται στο κουπί του Προφήτη Ηλία, που κατά το θρύλο, όντας ναυτικός που είχε μπουχτίσει τη θάλασσα, πήρε τα ανάπλαγα με το κουπί στον ώμο. Το έδειχνε στους ανθρώπους καλώντας τους να του πουν τι είναι. Αν το γνώριζαν έφευγε μακριά. Τελικά έκανε κονάκι στην κορυφή του βουνού, που οι άνθρωποι μη έχοντας σχέση με τη θάλασσα δεν το αναγνώρισαν σαν κουπί.
Σικάριος. Σπαθοφόρος.
Κατοικήργιο. Κατοικητήριο, σπίτι (Λημνιακό).
Το χαμόγελο της Σωσώς
Η Σωσώ είναι ένα νοητικά και κινητικά ανάπηρο παιδάκι έντεκα χρόνων που δεν φαίνεται πάνω από τριών. Αυτό το παιδάκι το έβγαζε βόλτα καθημερινά πάνω σε ένα παιδικό καροτσάκι μια καλή κοπέλα εργαζόμενη στο Θριάσιο, η Βασιλική Κομσέλια, όταν το κοριτσάκι φιλοξενήθηκε στο νοσοκομείο για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Σωσώ χαμογελούσε και σιγομουρμούριζε διάφορα ακατάληπτα και το μικρομέγαλο πρόσωπό της σε πάγωνε.
Καρχαλέα. Ξηρά.
Μποχτσάδες. Τα λευκά καλύμματα κεφαλής των γυναικών της υπαίθρου όταν εργάζονταν στα χωράφια.
Κληδόνισμα. Μαντικό σημείο, οιωνός.
Θυοσκόπος. Μάντις προφητεύων δια της παρατηρήσεως των σπλάγχνων των σφαγίων.
Νέφθυς (η). Ο Άδης.
Επίφρων. Γυιος του Ερέβους και της Νύχτας.
Καλαμπάκι. Ποικιλία μαύρων σταφυλιών και κρασιού της Λήμνου.
Εκατό κεφαλές
Εκατό κεφαλές. Ακρωτήριο και όρμος στα βόρεια της Λήμνου.
Κατέβα απ’ τα σύννεφα αν είσαι άντρας ρε. Αυτό φώναξε ένας συγχωριανός μου απευθυνόμενος προς το θεό, αγανακτισμένος επειδή κολλούσε το αλέτρι στο λασπώδες χώμα κατά το όργωμα. Αυτά τα έλεγε μουντζώνοντας προς τον ουρανό και με χέρια και με πόδια, ξαπλώνοντας ανάσκελα.
Ελλεβόρου δείται. Ο ελλέβορος είναι φυτό που εχρησιμοποιείτο για τη θεραπεία της παραφροσύνης. «Ελλεβόρου δείται» είναι φράση που την έλεγαν οι αρχαίοι για να δείξουν ότι κάποιος είναι τρελός και χρειάζεται ελλέβορο.
Νυκτάλοπες. Αυτοί που βλέπουν και τη νύχτα.
Ζοβγάρισμα. Όργωμα.
Το ιαματικό δεντράκι «γιάτρινα»
Γιάτρινα. Ένα φυτό που γίνεται μεγάλο σαν δέντρο με κάτι κίτρινα χωνάκια για λουλούδια και που φύεται τα τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον στον κήπο του πατρικού μου σπιτιού. Πότε είναι τεράστιο, πότε χάνεται τελείως για πολύ καιρό αλλά ξαναφυτρώνει, πάντοτε σε άλλη θέση. Υποτίθεται ότι τα φύλλα του έχουν ιαματικές ιδιότητες κυρίως αν τα τοποθετήσει κανείς πάνω σε πληγές, αλλά σιγά – σιγά οι θεραπευτικές του δυνατότητες έχουν επεκταθεί σε κάθε αρρώστια. Η μάνα μου το προτείνει με μεγάλη προθυμία, στην προσπάθειά της να βοηθήσει, σε κάθε αρρωστοχτυπημένο. Δεν γνωρίζω πώς το λένε επιστημονικά, το όνομά του στην κοινή γλώσσα είναι «γιάτρινα» και συνειρμικά μου φέρνει στο μυαλό όλους τους δυστυχείς, που πριν τελειώσει το λαδάκι τους είχαν μια ελπίδα σ’ αυτό το φυτό.
Στη μάνα υπεργίγαντα με το έντονο ερυθρό φως. Τα πρόσωπα συγχέονται με άστρα λόγω της μακράς ζωής τους, της μόνιμης, θαρρείς αιώνιας, παρουσίας τους.
Ο Ωρίων. Είναι ο περίφημος κυνηγός της μυθολογίας και ένας από τους πιο λαμπερούς αστερισμούς. Η επιβλητική παρουσία του Ωρίωνα στον ουρανό τον κάνει εύκολα αναγνωρίσιμο λόγω των ιδιαίτερα λαμπρών κύριων άστρων που σχηματίζουν το σκελετό του, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα λαμπρά άστρα που σημαδεύουν τους ώμους και τα γόνατά του και άλλα τρία άστρα που σημαδεύουν τη ζώνη του. Τα άστρα που σχηματίζουν τους ώμους του αρχαίου κυνηγού είναι ο κοκκινωπός Μπετελγκέζ και η γαλαζωπή Μπελατρίξ. Ο Μπετελγκέζ (α Ωρίωνα), που στα αραβικά σημαίνει «ο ώμος του γίγαντα» είναι ένας κόκκινος υπεργίγαντας με μάζα 20 φορές τη μάζα του Ήλιου και διάμετρο 650 φορές τη διάμετρο του άστρου μας. Η Μπελατρίξ (γ Ωρίωνα), που στα λατινικά σημαίνει «θηλυκή πολέμαρχος» είναι ένα γαλάζιο άστρο με διάμετρο 6 φορές τη διάμετρο του Ήλιου.
Theo
Theo. Εννοείται ο θεός. Ο φόβος του θανάτου που οδηγεί στην ανακάλυψη και συντήρηση του θεού.
Νυκτερωπός. Σκοτεινός.
Θολοστάχτη. Στάχτη, ως σύμβολο απωθήσεως του κακού, από…αρχαιοτάτων χρόνων
Αψυχάρες. Φυτό που καταλήγει σε φοβερή ακμή, που αγκυλώνει. Μου άρεσε η ομοιότητα της λέξης με τη λέξη «ψυχή».
Πάλλιον. Και παλλίον. «Μοναχικόν ένδυμα φερόμενον υπό των μοναχών της ανατολής ως σύμβολον της στολής της αφθαρσίας και σεμνότητος, ταυτιζόμενον σήμερον προς το ράσον» (Πάπυρος Λαρούς).
Τρόπος απροσδιόνυσος. Τρόπος μη πρέπων, ακατάλληλος.
Εξ Ηπείρου. Στην Ήπειρο βρίσκεται ο Αχέρων ποταμός και η Αχερουσία λίμνη.
Βαρκάρης και κυνηγός. Ο Χάρων – Ερμής ήταν ο βαρκάρης της Αχερουσίας λίμνης. Ναι, η κύρια…εργασία του είναι κυνηγός ψυχών.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Άγιος Φανούριος………………………………………
Εντός…………………………………………………….
Λευκά χαρτιά……………………………………………
Χιόνι…………………………………………………….
Αμμωνίτες……………………………………………….
Η κατάρα………………………………………………….
Έφη………………………………………………………
Βεγγέρα……………………………………………………
Στη θάλασσα των πουριών………………………………..
Ο μπλε πίθηκας…………………………………………..
Ταγή για την αρκούδα…………………………………….
Πρωινός καφές στην πλατεία Άτσικής…………………….
Πάλσαρ θνήσκων………………………………………..
Pax televisiana……………………………………………
Σατούρνια……………………………………………….
Άνθρωπος γερανός………………………………………
Επινίκια…………………………………………………..
Αέρας……………………………………………………….
Τα άλογα του Αγίου Γεωργίου……………………………
Πάλι αργά……………………………………………….
Το τραμ…………………………………………………
Καύσωνας………………………………………………
Γραΐδια στο σκλι……………………………………….
Οδός όξου ατελέσφορος………………………………….
Νυκτοναστία……………………………………………..
Σύντροφοι…………………………………………………
Δούρειος ίππος………………………………………….
Σύλληψη του Ανάργυρου………………………………..
Καριέρα……………………………………………………..
Παλαιοί γεωργοί……………………………………………
Καφενείον «Η ΓΑΛΗΝΗ»…………………………………
Δρόμος Ατσική – Προπούλι……………………………….
Κακανοί…………………………………………………
Χείμαρρος Μητροπόλεως……………………………………
Στα μπαμπακοχώραφα Ατσικής…………………………….
Παλιό σκάφανδρο…………………………………………..
Ο δικός μας τρόπος………………………………………….
20/7/1979……………………………………………………..
Το χαμόγελο της Σωσώς…………………………………………..
Εκατό Κεφαλές………………………………………………
Το ιαματικό δεντράκι «γιάτρινα»……………………………..
Theo……………………………………………………………
Επεξηγήσεις – σχόλια………………………………………….
Τραγάρας Σταύρος Ποιητικά έργα
Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009
Ποιητική συλλογή «Από τη Λήμνο θερμαστής στο θωρηκτό Αβέρωφ» Εκδόσεις «Αγιαρμόλας» 2003
Στη μνήμη του πατέρα μου Κώστα Τραγάρα
Η αφορμή για να γράψω τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα ήταν οι διηγήσεις του μακαρίτη του πατέρα μου, ο οποίος είχε υπηρετήσει τη θητεία του ως θερμαστής στο θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ». Μεγάλη εντύπωση μου είχε προκαλέσει η υπερηφάνεια και η τιμή που ένιωθε γι’ αυτό. Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι από ένα μεγάλο κάδρο, που ακόμα είναι κρεμασμένο στην «καλή κάμαρα» του πατρικού μου σπιτιού. Ανέφερε αναρίθμητες λεπτομέρειες για το καράβι, αλλά και τη ζωή των ναυτών πάνω σ’ αυτό. Για τα πυροβόλα, το λεβητοστάσιο και τις μηχανές, τη θωράκιση, τις κουκέτες, για τα γυμνάσια, τις προφυλάξεις που έπαιρναν στις ομοβροντίες του «Αβέρωφ», για το κάρβουνο με το οποίο τροφοδοτούσαν τις φωτιές, για τη φοβερή ζέστη που επικρατούσε, για το πώς τον κατέβαζαν αυτόν να «ταΐζει» τη φωτιά, όταν έπρεπε να λειτουργήσουν στο φουλ οι μηχανές, επειδή ήταν πολύ δυνατός άντρας, για τα συγχαρητήρια που έδωσε ο ναύαρχος του στόλου μετά από μια άσκηση ειδικά στους θερμαστές και άλλα πολλά, που δεν τα θυμάμαι όλα. Επίσης θεωρούσε το ναυτικό πιο δημοκρατικό σώμα και γι’ αυτό κατά κανόνα υπηρετούσαν σ’ αυτό νησιώτες, που ήταν δημοκρατικοί.
Αυτά τα δυνατά και σκληραγωγημένα φτωχά παιδιά των νησιών, μετά τη θητεία τους, συνήθως ακολουθούσαν το επίπονο και μη ανταποδοτικό επάγγελμα του ξωμάχου αγρότη, είτε γίνοταν ναυτικοί, είτε ξενιτεύονταν. Σε όλους αυτούς τους ταπεινούς, εργατικούς και τίμιους άντρες αυτής της γενιάς, που ελάχιστοι πια υπάρχουν στη ζωή, αφιερώνω αυτό το ελάχιστο ποιητικό πόνημά μου.
Σταύρος Τραγάρας
Νιότη
Ναι, χαμογέλα το γελάκι σου
χέρι στη μέση
και τα σοσόνια σταυρωτά.
Ζώντες και τεθνεώτες
γιατί να λογαριάσεις
ψιθύρους χαιρετίσματα
σου στέλνει η σελήνη
άκου τους θρόες των νεφών.
Τα μυστικά του χρόνου
αργούν κι αργούν
να γίνουν πρόεδροι δικαστηρίων.
Από δω πέρασε ο Κώστας
Ε συ αργάτη του σταριού
περπάτα κατακόκκινος
φτερούγισε ξυπόλυτος Κάβειρος
δίπλα στις αρχαίες κόρες
δίδαξε τα ιερά βιβλία της γης.
Αγεροδαίμονα της Σμούλας
σήκωσε την κοσά στον ήλιο
χάραξε τους ορίζοντες
πάρε το μερτικό σου απ’ το αλάτι.
Ο φίλος σου ο Ωρίωνας
με τις μισές ματιές του
μέθυσε εκεί ψηλά να περιμένει.
Ασπρόγλαροι ακολουθούν τις αυλακιές
και το καμτσίκι σου ορίζει τη μεθόριο.
Ε δαμαστή του χώματος
πες τους να το θυμούνται
πες τους
πως από δω επέρασε
ο Κώστας.
Θερμαστής στο θωρηκτό «Αβέρωφ»
Εδώ πάνω γεννήθηκα
στο γκρίζο ατσάλι
απ’ τα καζάνια φύτρωσα
απ’ τη φωτιά κι απ’ το λιγνίτη
μάνα δεν έχω εγώ
πατέρας δε μ’ ορμήνεψε
δάκρυα μόν’ στο φίλο μου
στο σταυραδέρφι το καράβι
με μια καρδιά
με μια κοινή ανάσα.
Αυτάδελφε του αίματος
μούγκρισε το βαροψύχι μου απόψε
στους ερεβένιους λέβητες
λιώσε τα γέλια των δειλών
και την αφράτη τύχη τους
κάψε τους μαύρους λογισμούς
τους ήσκιους διώξε
που στήσαν γύρω μου χορό
τη νύχτεια σου παραμυθιά
δώσμου με το χαλκό σου
ποτές βοσκός στο στοίχισμα
ποτέ αδερφές μου δούλες
μάνα χωρίς ψωμί ποτέ.
Εδώ πάνω γεννήθηκα
απ’ τα καζάνια φύτρωσα
απ’ τη φωτιά κι απ’ το λιγνίτη
κι όσο θυμούμαι
πάντα για πάντα
ήμουν ο θερμαστής
στο θωρηκτό «Αβέρωφ».
Με τα παιδιά της Γαίας
Βιγλάτορα των αρμυρών νερών
δράκε και λιόντα ακίνητε
πνόϊσε την πρωινή σου πάχνη
που μου τρυπά τα κόκκαλα
ξετύφιασε το νου μου
λάμψε μου λίγο λίγο
της θάλασσας το φέγγος
άνοιξε τις καστρόπορτες που περικλειούν
το είναι μου
ζώντων πλασμάτων τις φωνές
ν’ ακούσω σιγανές
σπάσε ορίζοντες
σπάσε αλλόχρονους καθρέφτες
πάλι θα μεθύσουμε απόψε
με τα παιδιά της Γαίας
δραπέτες κάθε βραδυνή
από τον Τάρταρο.
Απ’ το κάδρο
Τι με κοιτάζεις απ’ το κάδρο σου
τι μου κουνάς τη νιότη σου
και τη στολή σου την καινούργια
αλλοτινέ μου εαυτέ
αυστηρός κριτής και μάντης βουκινάριος
που βγάζεις διαμαντεύματα κι ορίζεις
με τη σκληρή πετρένια σου καρδιά.
Και γω επέρασα από κει
Κάβειρος της φωτιάς
και δουλευτής της θάλασσας
και το πηλίκιό μου έγραφε «Αβέρωφ».
Τώρα τον μπάρκο μου τον τελευταίο ψάχνω
το γιο μου το μικρό
που μαύλισε η θάλασσα
που πήρε η φωτιά
να συναντήσω
μα ο «Αβέρωφ» γέρασε
κι οι θάλασσες με διώχνουν
μόν’ του μεγάλου ποταμού
τα κρύα και θολά νερά
μου γνέφουν χαμογελαστά.
Μη με κοιτάζεις απ’ το κάδρο σου λοιπόν
μη μου κουνάς τη νιότη σου
και τη στολή σου την καινούργια
και γω επέρασα από κει
και μένα το πηλίκιό μου έγραφε
«Αβέρωφ».
Ταξίδια του νου
Στου αρχιπελάγου τις καντρένιες πολιτείες
ταξίδεψέ με απόψε
αδερφούλα μου Σελήνη
φύσα θρακιά απ’ το Μπουρνιά
κράτα με ξύπνιο απόψε
πάντα αυτή την ώρα έρχεται
σκοτεινιασμένος εναέριος
ο γίγας των νερών ο καρτερόθυμος
με τους καπνούς του
φρεσκολουσμένος σε ηφαίστειες ακρατοθέρμες
με τα φουγάρα
με τα κανόνια
και με παίρνει.
Άγιε Νικόλα θρηνητή
διώξε τις Κήρες που με έζωσαν
διώξε τις Ερινύες
τις σάρκες και το νου μου που σπαράζουν
πιότερο απ’ το χρόνο
τι όρκιος ιδαλγός εγώ για πάντα
παρέμεινα.
Ωχρή αδερφούλα μου Σελήνη
γαλήνεψε τον τόπο
κάντον να έρθει απόψε
έχω χαζιρεμένες τις φωτιές
που οι Εργάτωνες μου δάνεισαν
για κείνον και για μένα.
Οι νεμέτορες
Ήρθανε πάλι οι νεμέτορες με τους μακρείς χιτώνες
και με χοντρά βιβλία υπό μάλης
αυτόκλητοι κι αλλόκλητοι κριτές
εψάχνανε να βρουν αμαρτωλούς να κρίνουν
όμως κανείς δεν πήγε στην πλατεία
κατήγορος και μηνυτής.
Ήρθανε πάλι οι νεμέτορες ήρθαν και ξαναήρθαν
αφίλιωτοι σταχτιοί και ξαγγρισμένοι
και δείχναν με το δάχτυλο φτωχούς περάτες
και δείχναν θεριστάδες και σκαφτιάδες
νυχτόκοπους ψαράδες
και τον Κωστή το θερμαστή.
Εγώ τη γη γνωρίζω
τη θάλασσα και τη φωτιά
κι είμαι στη δούλεψη του Ήλιου.
Εσείς για ποιον δουλεύετε;
Ας σβήσανε τα κάρβουνα
Πάνε καιροί που σβήσανε τα κάρβουνα
δεν έχει πέραση η φωτιά
φτωχοί ικέτες από καμιά φορά
χτυπούν την πόρτα για νερό
μουλιάζει ο σταυραδερφός μες στα βουρκόνερα
οι ναυαρχαίοι πέθαναν
πάνε κι οι θερμαστές
κρεμάσαν τις στολές και τις φωτογραφίες
για να περάσουν βλάσφημες ορδές
των χατζατζάρηδων
ν’ αποθαμάξουν
το πώς γηροκομούν κασίγνητους ανέμους.
……καλύτερη η παχιά η λησμονιά
μήπως και σταματήσει αυτή η βοή απ’ τα καζάνια
μήπως το αίμα λίγο ξαρμυρίσει
να λιγοστέψουν οι Ίκαροι που πέφτουν
να μην ακούω το γδούπο τους
δίπλα στους αμφορείς.
Ματαίως…
Τα ηφαίστειά μου πύρινα
κι ας φαίνονται σβησμένα
κι ας σβήσανε τα κάρβουνα.
Τα βήματα
Στη μνήμη του Νίκου Κτιστάκη
Άκουσα πάλι τα βήματα
της σιδηράς κορύνης
ποιος τυλιγαδοπόδαρος Περιφήτης
να περνά
ποιος Χάροντας μπαντέτσος του Φλεβάρη.
Άκουσα πάλι τα βήματα
και πάλι δεν φοβήθηκα
τι είν’ τα παράθυρα κλειστά από καιρό
και γω το ξάγι μου το έχω πληρωμένο.
Φόβος κανείς
Το τροχισμένο σου κοντάρι
κρύψε στον καλαμιώνα
μολυβδομάντεις γέμισαν τον τόπο
μα πάλι θ’ αστοχήσουν οι χρησμοί τους
το πέρασμα είν’ από δω
στις αυλακιές των μπαμπακιών
έραδε οι φύλακες ιερείς της Πελασγίδος
λατόμοι σκαφτιάδες θεριστές
ικτήρες αξυπόλυτοι
δεξίπυροι ακαείς Λημνιοί μουτζούρηδες
φύτρες του Ηφαίστου
τον καλαμιώνα εγώ τον φύτεψα
ριζάρι στην πλημμύρα
μου λέει τα μυστικά του και του λέω
τα μύχια πετράδια τα ζυγιασμένα στο βεζνέ
μάταια όσα κοντάρια και να κρύψεις
αφέντη σκοτεινέ
αφέντη τριτοξάδερφε
εδώ είν’ δικός μας τόπος
τις τρομερές Φορκίδες τις νικήσαμε
στον Πόντο προ πολλού.
Τραγούδια κόκκινα
Θα σας σφυρίξω τραγούδια ήσυχα
κόκκινα χρυσαφιά
τα άσπρα πουκάμισα γέμισαν την πλατεία
και στις ξερολιθιές οι λειτουργίες
αγίων ασωμάτων
χώμα δικό μου πρόσωπα μην αλλάζεις
θα ’ρθουν σε λίγο τα πουλιά στα κυπαρίσσια
με το σούρουπο
και θα χαλούν τον κόσμο
πείνασα δίψασα ως την απαντοχή
καπνός χύμα Ματσάγκου
μυρωδιά μπεζίνας
οι άσπροι αφροί κουνήσαν τα μαντήλια τους
απ’ τις κορφές κι από τον κάμπο
σας αντιχαιρετώ
δε θέλω γρανιτένιο τάφο δε θέλω μάρμαρα
στο χώμα μου που τ’ αγαπώ
και μ’ αγαπά αφήστε με
ή σε μια βάρκα στ’ ανοιχτά
τώρα μες στην αχλύ της δύσης
έρχονται κι όλο έρχονται
έτοιμα για χορό
της νιότης τα παιδιά με τ’ άσπρα τα πουκάμισα
της ευκαιρίας άγνωστα
κακόμοιρα παιδιά παλληκαράκια
σας δίνω τα τραγούδια μου σφυρίζοντας
τραγούδια ήσυχα
κόκκινα χρυσαφιά
οι προγραφές σας ήδη
τοιχοκολλήθηκαν.
Ο θεριστής ο Κώστας
Δεν κόβει τ’ αρδίνι
με την ατσάλινη κοσά
και την παλαμαριά
παραγγελιά αρχοντική στο Δοξάτο.
Κόβει κομμάτια
το χρυσάφι του ήλιου
και πληρώνεται με άλινο ασήμι
στις άκρες των χειλιών
στη ράχη
στα μαλλιά.
Οσο το στόμα γάνιασε
τόσο η ψυχή πλημμύρισε
απ’ την πολλή παλληκαριά
που ξέχειλη
δροσίζει την καυτή λάβα
και μαλακώνει τις πυρωμένες αντραγίδες
και τ’ αλύπητα βρέτσελα.
Χορός πυρρίχιος δαιμόνων
βήμα εκατό πήχες
μπόι δέκα καμπαναριά.
Παραλογίζει ο γέρο θεριστής
από την Πέργαμο
και αναχάσκουν οι μαχητές
των πεδιάδων.
Τ’ ανάκαρα χτυπά ο Αιήτης
που ήρθε βασιλική επίσκεψη στη Δήμητρα
και σταμάτησε να θαμάξει.
Προφήτες οι αγριαχλαδιές
στέλνουν ριπαίους χρησμούς σιγανά
με τις καψίδες του αθέρα.
Οι τζίτζικες σαλπίζουν
το θάμα στους πετρίτες
που εποπτεύουν αυστηρά άφωνοι
στη μυσταγωγία του φωτός.
Πέλωρα θεών
και πέλωρα ανθρώπων.
Φλουριά χρυσά μυριάδες
από σακιά που σκίζονται από σπάθες
χέρια από σάρκα και φωτιά
γιαλίζουν μες στις αστραπές
κατεβασιά λιωμένου χάλυβα
σε δεκτικές χοϊκές μήτρες.
Δώστε το Τζίκο δίπλα του
και βάλτε αντίκρα κεντουρίες
κι ας έρθει τώρα ο πορθητής
ο μαύρος καβαλάρης
ο αρχιθεριστής
μα και οπότε θέλει.
Αρετή
Στη μάνα μου Αρετή
Στην κόρη μου Αρετή
Τι πάλι παραμύθια
πως δήθεν απ’την ετήσια βροχή λεοντιδών
κι απ’την αστρόσκονη
από την πύρινη ουρά των κομητών
πως έπεσε
κι από ιπτάμενα φλόγινα περιβόλια
πλάσμα επουρανίων.
Και πώς να εξηγήσεις
το καθεμέρας άκουσμα
των πρωινών κυμάτων;
Μήπως δραπέτης της φωταύγειας
κρυστάλλινων γιγάντων
με κόκκινες παντιέρες
που καθρεφτίζονται, νείρονται, καμαρώνουν
τρεμουλιαστές σκιές
σε κάτασπρες παλίρροιες
και άπιαστους και άγνωστους θεούς
σε δέρμα λουλουδένιο
σε ηλιοτρόπιο και σε θαλασσινό αφρό;
Λάγνα αστροκοπιά
σα στρίβει στη γωνία
κι ο άνεμος αλλάζει
κι ανοίγoυν τα σκοτάδια
και φέγγουν τα ερμικά
και σταματούν οι πονεμένες προσευχές
με ήλιο λαύρο χορευτή
σε αφρικάνικους ρυθμούς;
Μήπως των αμαζόνων αρχηγός
θεά σε άσπρα αλόγατα
μια θάλασσα και μια φωτιά
ομίχλης γαία μάνα
όπου ανθίζουν μουσικές
και λάμπουν χιόνια άνθια
και έρωτας του δειλινού;
Μα ναι την εγνωρίσατε.
Αυτή είναι η Αρετούλα.
Βικτώρια
Στην αδελφή μου Βικτώρια
Κεχριμπαρένιες χάντρες στ’ ακροδάχτυλα
φωτόνια νετρόνια και κβάντα
άφωνα σαν την πέτρα
καθώς θαμπώθηκαν ανεμοπαίζοντας
απ’τη μουλέτα του κόκκινου λυκόφωτος
που περιβάλλει σε
αφέντρα των ηχηρών κατόπτρων.
Προσκύνησε το ασπρόμαυρο
κατατεθήκανε τα λάβαρα τα μεταξένια
στα πόδια φουντωμένης περιστέρας
αχορτασιά επουράνια
άνθος χιονιού στου ατσαλιού τον ύμνο
τα είδωλα δεν είν’ πλασμένα από λάσπη.
Τα ταχυδρομημένα χυμένια μανιφέστα
αμυθολόγητης εσπεράντο αλφάβητος
στα μάτια των αμύητων επιστολές
«αγαπημένοι μου γονείς κι αγαπημένα μου αδέρφια»
κι είν’ για τους γνώστες
της φωσφoρένιας τρέλας οι ανέμοι που φυσάνε
είναι οι πυρές ανασεμιές γονιμικών δαιμόνων
σύννεφα όλο βροχή στα βάθη της φωτιάς μας
χρυσά νομίσματα
ανάμεσα σ’ αγάλματα και αμφορείς
είναι το σέβας στην ιερή οργή
των τοτέμ της ξενιτείας.
Δεν είναι στην παλιά φωτογραφία
μα είναι
στον ουρανό που ψάχνει ο δείκτης σου
με νύχι της φωτιάς χαλκό
κομμένο με διαμάντια
και τ’ ανασήκωμα της απορίας του χειλιού σου
μόλις εψέλλισε σπασμένα οικοσήματα.
Εξωτικά κοσμήματα γεννήθηκαν
απ’ το Λημναίο το κεφάλι σου
που εμάκρυνε από μας και ψήλωσε πύργος καμαρωτός
και ήσκιωσε τα κεραμίδια μας που στάζουν
κοσμήματα και μοιάζουνε σπαθιά μαροκινά
ή με χρυσές κληματαριές μπλεγμένες μεσ’ τα νέφη
και βάζουν χειροπέδες στα βλέφαρα όποιας λογής
και θάμπωμα στα μάτια τα ατίθασα.
Δεν είσαι εσύ νοικοκυρά
δεν είσαι εσύ του έρωτα
δεν είσαι εσύ της εργασίας μόνο
εσύ είσαι ιέρεια
σε λόχους ψευδαισθήσεων
και η δοξολογία
εικονικών ταυτοτήτων.
Τα θυμητάρια
Τα θυμητάρια της πέτρινης ζωής μου
ήρθανε πάλι και πετούν σαν νυχτερίδες
με το θαμπό τους χρώμα
με την ομίχλη τους
με όλα
νυχτερινά σαλπίσματα σειρήνων
κρύα μνημεία νεκρών σκαπανέων
σε χιονισμένα όρη
χιονάνθρωποι παιδιών πριν απ’ τον ήλιο
πολύχρωμες πεταλούδες σε σμήνη
ψυχές ολιγόζωες
στα νοερά μου καταφύγια
που από καιρό προετοιμάζω
έρχονται όχι σαν τα καλώ
αλλά οπότε θέλουν
στης γερασμένης πόλης τ’ αγκυροβόλια
απ’ τον αραχνιασμένο χρόνο τους
που κλειδώνει και ξεκλειδώνει
τις βροντερές καστρόπορτες
σαν αστραπή.
Κράτα καρδιά
Στον αδελφό μου Απόστολο
Ούτε σωτήρες ούτε τις σωτηρίες τους
γνώστης κοράκων παιδιόθεν
και ήξερες τα κρα της δολερής λαλιάς τους
ολόρτος μπρος στα λάβαρα
στα μετανοϊκά ξεφτέρια
αντίδωρο ποτέ απ’ τα χέρια τους
τα θυμιατήρια αμανάτι
για τις ταφές των κουφαριών τους
με τις προσήκουσες τιμές
στων πενεστών την τάξη την αρρίζικη
στο αναγκεμένο γένος μας
ο ήλιος μας είναι ζεστός
και το ψωμί μας καθαρό
αφού από παλιά σιταγωγός αγιάτρευτος
μ’ άσπρη πετσέτα στον αυχένα
στην πλάτη τα τσουβάλια
τα νήδυμα στρωσίδια χωματόβωλοι
νανούρισμα αγαθό
της θάλασσας και του ανέμου η βουή
στις ξεμετρήστρες και στους μοιρηγενείς τους
Θωμάς ο άπιστος
τα λόγια τ’ ανενσάρκωτα
άχυρα στη λασκάδα
πέταξες στο νοτιά
τα φρέατα τα τυχερά τα έτοιμα
για ν’ ανασύρεις το νερό
δεν έψαξες
αφού πηγαδάς εσύ της Αγροτέρας
έτσι μέχρι το τέλος καρδιά ορεία
καρδιά σπαραγμένη
κράτα γερά
κράτα.
Κίτρινα φθινόπωρα
Στα κίτρινα φθινόπωρα
στη συνοδειά της κοιμηθιάς μου
δεν έχουν πέραση
ψιλά και ρέστα
κόλλυβοι αργυραμοιβών
αφού «παγχρύσεα μήλα»
μνημών αλλοτινών
πληθύς ωκεανού
σκοπιωρός φυλάω
στήνοντας το αυτί
στους εικασμούς των φύλλων
των κίτρινων φθινόπωρών μου
τι εγώ δενδροφυής
από τα δάκρυα του Διός ξετρύπωσα
από τη γη κι απ’ τα κλαδιά των δέντρων
στήνοντας το αυτί
στους θειασμούς των φύλλων
των κίτρινων φθινόπωρών μου
του χρόνου μπας κι ακούσω την απόφαση
αν καταδίκη Τιθωνός ακρίδα
ή αν μ’ ευσπλαχνία
Νηρίτης κόχυλας στη θάλασσα.
Μετωποσκόποι
Στο γιο μου Νίκο
Στις μάντρες σύχναζε και στις παλιές τις κρήνες
αυτός αρχαίους ναούς τις έλεγε
και η παρέα του
είχε τον παράξενο τίτλο
των μετωποσκόπων
δε σφίγγανε το χέρι στους μετανοητές
ο Πολιτίων υπήρξε δάσκαλός τους
τον αγαπούσαν και τον πίστευαν
δεν είχε την ευθύνη έλεγαν
οι άλλοι αν δεν κατάλαβαν το λόγο του.
Προσδοκία - Προδοσία
Φώτα πολυελαίων
σ’ αναμονή των ρέμπελων
που καταφτάνουν ειλαδόν
σα ζυγιάσει ο ήλιος
θα χτυπήσουν οι καμπάνες στα κλαδιά
και το γένος των πιθήκων
κοπάδι αλαφιασμένων βακτριαστών
θα σπάσει τις κόκκινες καρδιές του
τα λιμάνια των εμπόρων
θα καούν από τ’ ακορντεόν
οι Λύκοι και οι Τέρμεροι
καπνός και στάχτη
οι ξεχασμένοι θρύλοι
θα ακουστούν στους καμένους πύργους
ο λάκκος των λεόντων
θα φωτιστεί απ’ τον αστερισμό
του μεγάλου Κυνός
κι οι σκονισμένες πολεμίστρες
με έπαρση πολύχρωμων καταιγίδων
θα κρεμάσουν τους υβριστές πατατοφάγους
σαν τους λαγούς στα σύρματα
την ώρα εκείνη τη δοξαστική
κανείς δε θα προσέχει
τον Κένταυρο πορθμέα
που μέσα στις σκιές
το φίλτρο το φαρμακερό της Δηιάνειρας
θα ετοιμάζει.
Θάλασσα και φωτιά
Στη μνήμη του αδελφού μου Βασίλη
Θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
τον πιο μικρό τον πιο καλό
το γιο μου τον παλληκαρά
ο ίδιος σας τον έφερα
θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
και σεις τον ξεγελάσατε
το δώρο το απατηλό
σαν δέκα και σαν είκοσι «Αβέρωφ»
δώρο Τιτάνων στο Ζαγρέα
το «Αtlantic Empress»
δώσατε
και έχασα τον πιο μικρό τον πιο καλό
το γιο μου τον παλληκαρά
για πάντα
στα σκότη μου τα τρίσβαθα
στη νύκτεια απελπισιά
μόν’ λίγα γράμματα φθαρμένα
«Περσικός, εν πλω 1/5/1979»
θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
ποτέ δε θα σας πω
«χαλάλι».
Πανιά μου φουσκωμένα
Στον αδελφό μου Αργύρη
Πολύμορφα κατάρτια
πανιά μου φουσκωμένα ολόασπρα
αντάριασε η καρδιά μου ταξιδέψτε την
η πάλη αυτή δεν έχει γύρους
δεν έχει νικητή
στα σπήλαια τα παλαιολιθικά
στα άντρα των γοητρίδων
σταμπαρισμένο θήραμα αιώνων
των άσπρων κύκνων την αρχοντιά δε ζήλεψα
καλύτερα πουλί στο σμήνος μια κουκίδα
πυρακτωμένος χάλυβας σφυρήλατος
σε γύφτικο αμόνι χαρικιάδων
λίγο νερό
για το θεό λίγο νερό
πολύμορφα κατάρτια πως ψηλώσατε
πανιά μου φουσκωμένα αδάμαστα
αλλού ήθελα να πάω εγώ
πάλι αλλού με πήγατε.
Να σβήνει τα κεριά
Τρικέρια και πολυκάντηλα δεν ήξερε τι είναι
δεν τα’χε δει ποτέ
αυτός πειρατής θαλασσοπόρος διά βίου
γυάλιζε το σπαθί του και τις μπότες του
εκούρσευε καράβια
κι έπαιρνε σκλάβες όμορφες.
Τώρα αυτά περάσανε
εδώ να κάτσεις του είπαν
σε κάναμε επίτροπο να σβήνεις τα κεριά
κι αυτός
αιχμάλωτος παρτιζάνος σε ενέδρα
παρακολουθεί τα λαμπρά μνημόσυνα
χτυπά τις καμπάνες δυνατά
να μην ακούει τα περιγέλια
των πλανόδιων εμπόρων.
Καρδιά προδότρα
Στη νάπα πεζοπόρος διψασμένος
αποδεχόμενος οριστικά τις χαμηλές πτήσεις
ονειρεύομαι κάθε βραδυά
τον κρυμό των πόλων
και το γαλήνιο μπλε του ουρανού
του πάγου καρναβαλιτζής
χορεύω κάθε νύχτα
κι ορθάνοιχτες
οι αλγεινές του νόστου οι πόρτες
πουλάω τα χαλκώματα στα πρωινά παζάρια
ή γυροφέρνω βιολιτζής
για κέρματα.
Άτιμα βουνά παλιοβουνά
κρατήστε τους μύθους σας γερά
μέσα στις γούβες των λατόμων
νάναι και μένα ξεναγός μου
η ανθρακωμένη μου καρδιά
καρδιά μου ψεύτρα
καρδιά προδότρα
μες στα μισά του δρόμου
πάλι και πάλι θα μ’ αφήσεις
να περιμένω άλλη μια φορά
τους πήλινους καβαλαραίους
να με φτάσουν.
Για πού δεν έχει
Έγειρε ο ήλιος
και για πού δεν έχει
άκου τα κύματα που σπάνε
αντάριασμα ξαντάριασμα
σκότεινα αγάλματα βραχένια
πλακώστε με στο στήθος
κρατήστε με όμηρο για πάντα
εδώ γύρω τριγύρω
για πού δεν έχει πια
έγειρε ο ήλιος
μαύρε Αγιαρμόλα φτάνει
γαλήνεψε
μη με καλείς
γιατί ένας άνθρωπος της στάχτης είμαι
ταξιδευτής στον ομφαλό της Ανδρομέδας
άστε με ήσυχο
έγειρε ο ήλιος
και για πού δεν έχει.
Κανγκασέιρο
Ε Λημνιέ
ε κανγκασέιρο
άγιε και βρισιάρη
μην παριστάνεις το γέρο κι άρρωστο
τον πεθαμένο μη μου κάνεις
ακόνισε το δρεπάνι
γυάλισε την παλαμαριά
χύμηξε στα χωράφια
του νησιού των λωτοφάγων.
Τι ν’ αποδείξεις και σε ποιον
πως θέριζες και ίδρωνες
πως σκοτωνόσουν
ανόητε Λημνιέ
ανόητε κανγκασέιρο
άγιε και βρισιάρη
άλλαξε ο κόσμος
οι άντρες γίνηκαν γυναίκες
και οι γυναίκες τέρατα
και το ψωμί σου το πετούν στο δρόμο.
Άσε καλύτερα Λημνιέ
άσε κανγκασέιρο
άγιε και βρισιάρη.
Καλύτερα να πέσεις
να πεθάνεις.
Καλύτερα.
Στερνό ταξίδι
Στη μνήμη του μπαρμπα-Γιάννη Γιαννέρη
Απόψε τους γνωστούς σου κάλεσε
με κρασί και μουσικές
κάντους για λίγο επισήμους
τσούγκρισε γεια σου αδερφέ και γεια σου φίλε.
Τον πατέρα σου μόνο μην καλέσεις
ταξιδεύει απόψε με το ζύγι στο κουτί
είν’απασχολημένος όσο κι αν θα’ θελε
πεντακόσια δέκα οχτώ συν φόρος
το κιλό.
Απόντες τυχεροί
απ’ τις μακρές σειρές των λεγεώνων
χορεύουν ζεϊμπεκιά κι ας μη βιαστούνε
μπροστά τους τον καιρό τον έχουν όλο
ζήτημα να ξανάρθουν.
Τον πατέρα σου μόνο μην καλέσεις
που δεν τον νοιάζει για το κρύο
ούτε για τα κενά του αεροπλάνου
οι έγνοιες του οριστικά τελειώσαν
πεντακόσια δέκα οχτώ συν φόρος
το κιλό.
Στα χώματα της Ατσικής
Στους μέλαγγες λένε
της Ατσικής πως κείτεται
πως τέλειωσε και πάει
και όπισε το φτωχικό μυαλό μας
και έτρεξε ωσάν το γάλα που άρμεγε παλιά
η λήθη η σκεπάστρα
που την ταράζουν κύματα κι αφροί
του Αγιαρμόλα πες
και άνεμοι νοτιάδες
μονάχα της στιγμής
αριά και πότε πότε.
Ότι κι αν πείτε αυτός δεν είναι εκεί
στα ξώλαμπρα θα έρθει
νιος και γερός
ξωμάχος θεριστής.
Τι κυπαρίσσια ησκιερά
τι μάρμαρα και λιβανιές
τι κόλυβα και σχώριες.
Ψάξτε σ’ ανθοβολές δεντρών
σε μπαμπακιώνες άσπρους
στη μυρωδιά του άχυρου
στις θημωνιές, στ’ αμπέλια.
Έλα πατέρα πια
άφησε τα αστεία
παιδάκια είμαστε μικρά
μη βλέπεις τα κεφάλια μας τα γκρίζα
βράδιασε πια
φέρε μας το λουκούμι
το τυλιγμένο στο χαρτί.
Έλα πατέρα πια
άφησε τα αστεία
παιδάκια είμαστε μικρά
μη βλέπεις τα κεφάλια μας τα γκρίζα
ξεπρόβαλε απ’ τ’ αλώνια
το φόβο για να διώξεις
που ολόγυρα μας έκλεισε.
Πως είδα τον πατέρα μου
Στραφταλίστε τζιτζιφιές αγριόψυχες
θροΐστε ύπουλα το καταμεσήμερο
οι πέρδικες της Καρπασινής θάλασσας
δεν ξεγιελιούνται
ούτε και γω
παρ’ όλο που μου φάνηκε
πως είδα τον πατέρα μου
να κουβαλά τον άμμο
στην πλάτη όπως παλιά.
Αδέρματα κοχύλια χαρκινάδια
παίξτε τα άσπρα πόδια μας
υποκριθείτε πως τίποτα δεν τρέχει
και γω το ίδιο κάνω
στα δροσερά νερά
παρ’ όλο που μου φάνηκε
πως είδα τον πατέρα μου
να κουβαλά τον άμμο
στην πλάτη όπως παλιά.
Σταλίκια ξεραμένα απ’ τον καιρό
ντυθείτε τους χυμούς σας ξανανιώστε
φοβίστε τα χταπόδια
κάντε πως καρτερείτε τον αφέντη σας
που όμως δεν θα ξανάρθει
παρ’ όλο που μου φάνηκε
πως τον ξανάδα σήμερα
να κουβαλά τον άμμο
στην πλάτη όπως παλιά.
Χαμογελά και φεύγει
Φύσηξε αεράκι απ’ το Μπουρνιά
χορέψτε πράσινα σπαρτά
ασπρίστε ακακίες
συνωμοτήστε όλα σήμερα
στρώσετε το τραπέζι
θα έρθει πάλι σήμερα
θα ’ρθει με την τραγιάσκα
με το καρώ πουκάμισο
έρχεται και ξανάρχεται
χαμογελά και φεύγει
ούτε ένα γεια ούτε μιλιά
χαμογελά και φεύγει.
Αλτεμπαράν
Απ’ τον Αλτεμπαράν σηκώνεσαι νωρίς
πες αξημέρωτα
βόλτα στα μαξιλάρια μας
στον ύπνο τον ατάραχο
τις λίγες πτηνές ελπίδες ν’ αφαιρέσεις
τις μάταιες
πάντα σου αρέσανε τα άστρα
σαν τον Αλτεμπαράν
το χιόνι
η αυγή
το στάρι
και ο καφές το απόγευμα
μείνε σ’ αυτά Ατσικιώτη
μην ενοχλείς τον ύπνο μας
ούτε τα όνειρά μας
εμείς σε χρειαζόμασταν
εξάλλου οι πρωταργάτες είχαν χαθεί από καιρό
εσύ ήθελες βόλτες στον Αλτεμπαράν
τι μου γυρνάς τώρα
τι έρχεσαι πρωινιάτικα
παγούρια φορτωμένος
απ’ το Ληθαίο ποταμό
κι απ’ το νερό της Άρνης
τέτοιο νερό δεν πίναμε ποτέ
κι ούτε θα πιούμε
τέρμα.
Λήμνος - Όλυνθος
Τι θέλουν τούτοι οι κοντοβρακάτοι
στα ιερά της Δήμητρας
στων βράχων μας τον τόπο
στις Χαλικωτές και στα Πετρούζα
στα περάσματα των πετριτών
στις άγονες γραμμές των Πελασγών
στην πρωινή αντάρα του Αλή
στους νύχιους οφθαλμούς των τσοπανόσκυλων.
Τι ζητούν τούτοι οι φωτογράφοι
στους γκρεμισμένους ανεμόμυλους
στα χειμωνιάτικα κύματα του Αγιαρμόλα
στο Σεπτέμβρη των περιβολιών μας
στους αέρηδες των μαλλιών των κοριτσιών
στα χτισμένα πιθάρια με το καλαμπάκι
στους πέτρινους φρουρούς καπνοδούκους
και στους ψωμόφουρνους που καπνίζουν.
Τι ψάχνουν τούτοι οι πρωτευουσιάνοι
μες στις αυλακιές των μπαμπακιών
στις βόντενες και τα κυδώνια του χιονιά
στις κληματσίδες τ’ Αη Γιαννιού
στα κοπάδια των βερτσωνιών στις καλαμιές
στην οσμή των καφεδιών αλόγων
στα κατσικάκια κάτω απ’ τα κοφίνια
και στους λευκούς περιστεριώνες που βομβούν.
Τι να κοιτούν τούτοι οι τουριστές
μες στον ασβέστη των ντουβαριών
στα τηλεγραφόξυλα που βουΐζουν
στα χελιδόνια των συρμάτων που νοστούν
στα σμήνη των γαγιλών που χαλούν τον κόσμο
στις ξύλινες πορτάρες των πέργιορων
στο δάκρυ της χαροκαμένης
και στα κλειστά παράθυρα της μοναξιάς.
Τι γυροφέρνουν τούτοι οι ασπρουλιάρηδες
τα σαθήρια με τις αμυγδαλιές
το βρασμένο στάρι με τα ρόδια
τις μαύρες φορεσιές των γυναικών
τους ξεραμένους πλοκαμούς των χταποδιών
τις αγριόχηνες μες στα παγωμένα σπαρτά
τις πέτρινες πελεκητές γούρνες
τα κίτρινα φύλλα της συκιάς
με τα ερωτήματα πάνω τους γραμμένα.
Τι χτίζουν τούτοι οι νεόπλουτοι πα στα προγονικά μας
τι αγοράζουν τα χωράφια μας
πού πήγαν τα δικά μας τα παιδιά
πού πήγαν οι ομέστιοι κι οι γείτονες
τι θα γενούν τ’ αμπέλια μας
με ποιους θα πίνουμε καφέ μες στην πλατεία.
Λήμνος - Όλυνθος διά της προδοσίας.
Αλλόκοσμο πανηγύρι
Οι γόητες οι μάγοι του χαλκού
των πέτρινων σπιτιών
των ανοιχτών των κανατιών – παραθυρόφυλλων
κρεμούν παλάντζες σκουριασμένες σε ταβάνια
που στόματα χοάνες γιοφυριών φαντάζουν
κι οι κόκκινοι άνθρωποι των πλακοστρώτων
το θρηνητή το λάλο το μουτζούρη
τον που πουλά τα κάρβουνα
που θα τους κάψουν ζωντανούς
κι αυτοί αλτήρες αστρικοί τηκόμενοι
να εξαχνωθούν στο άπειρο
στο Μάτι της Γάτας
τον προσκυνούν και τον πολυχρονίζουν
σε ουράνιες λιμνοθάλασσες να κολυμπά
μεγάλος σκοτερός αφέντης
για νάρθει το πρωί ξεκούραστος και καθαρός
στις σκουριασμένες τις παλάντζες να τους βάλει
και ύστερα να τους τοξέψει αγέρωχος πομπαίος
κι οι γόητες οι μάγοι του χαλκού
των πέτρινων σπιτιών
των ανοιχτών των κανατιών – παραθυρόφυλλων
να πάρουνε την αμοιβή
καθώς τους πρέπει.
Καφενείον «Η Δήμητρα»
Δίσειρα τρίσειρα πάνω στα ράφια
αραδιαστήκαν πάλι τα χιονένια κάρακλα
και έδιωξαν μπουκάλια και ποτήρια
σαν που χτυπά εσπερινός
νάτα καλωσορίστε
ούτε πεινούν ούτε διψούν
το διαρμιστή τον κεραστή
με τις απόσκιες κόγχες τους
εμένανε κοιτούν
τις ερεβένιες τους οπές
τις αμφιρρώγες σχισματιές
μου δείχνουν θυμωμένα
κατάμονε πολεμιστή αργάτη
από τα μωροφάσκια σου εκγενής δραπέτης
σκλάβος επάρουρος
η Δήμητρα είναι Σιτώ
είναι ψωμί στημόνι
και μη βαφτίζεις καφενεία
δικέλι και δρεπάνι πάρε απ’ τη γωνιά
σκάψε αμπέλια θέρισε σπαρτά
όρμα στα στρογγυλά αλώνια
λατόμεψε τη γη κάψε καμίνια
άφησε τους θαμώνες στους καφέδες τους
ρακιά να πίνουν και να προλέγουν συμφορές
και μην ακούς για Τροίες
για ξύλινα αλόγατα
τα Ηράκλεια τόξα πομείνανε εδώ
είναι δικέλι
είναι δρεπάνι
μην τα αφήνεις στη γωνιά
των εκτημόρων τη γενιά σου
σώσε.
Πορευθείτε
Πορευθείτε ασκεπείς σημαιάζοντες
θα επανέλθετε στα σίγουρα
δούλοι και υπηρέτες
της αφόρητης ανάγκης
που αζήμια βούλεται
να παραδώσει σας
σε χέρια και σε σχήματα απολιθωμάτων.
Πορευθείτε φουριόζοι πυρομάγουλοι
θα επανέλθετε κάποια στιγμή
με λιμούς σεισμούς τα σωθικά σας
κατερειπωμένα
της απόλυτης εκλογίκευσης
καθηγητές ευνούχοι
ηνίοχοι διφρηλάτες
φανταστικών μαχών.
Πορευθείτε φωνασκούντες ψιττακοί
θα επανέλθετε σύντομα
πληρωτήδες με τόκο
για τη σάπια ρίζα εντός σας
τη στερρά μπολιασμένη
κι η δορά λεοντή ν’ ανεμίζει
τα θάρρητά σας ακόμα βαστώντας.
Μνήμη παραμάνα
Του Αγιαρμόλα ψαραητοί
και των παλιών σκολειών αλεμονάτες
αμίαντοι κριτές
γραδιάστε και ζυγιάστε
σε μαύρες πέτρες κοφτερές
σε ματωμένα πέλματα
ότι καλά ανατολικά έργατα
ετέλεψα.
Αν παραβάτης του βίου εγώ
αν φυγάς της βραδείας ανθρωποθυσίας
μαζί με τους αχνούς χορευτές των γκρέμνων
τους λευκούς πρωινούς της πάχνης
ας χαθώ στον ορίζοντα
κι απ’ την πικρή κατάκριση των καροτσόδρομων
ας μακρύνω.
Μνήμη μου.
Μνήμη μου παραμάνα μου
να σπλαχνιστείς δεν έμαθες ποτέ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Νιότη
Από δω πέρασε ο Κώστας
Θερμαστής στο θωρηκτό "Αβέρωφ"
Με τα παιδιά της Γαίας
Απ’ το κάδρο
Ταξίδια του νου
Οι νεμέτορες
Ας σβήσανε τα κάρβουνα
Τα βήματας κανείς
Τραγούδια κόκκινα
Ο θεριστής ο Κώστας
Αρετή
Βικτώρια
Τα θυμητάρια
Κράτα καρδιά
Κίτρινα φθινόπωρα
Μετωποσκόποι
Προσδοκία – προδοσία
Θάλασσα και φωτιά
Πανιά μου φουσκωμένα
Να σβήνει τα κεριά
Καρδιά προδότρα
Για πού δεν έχει
Κανγκασέιρο
Στερνό ταξίδι
Στα χώματα της Ατσικής
Πως είδα τον πατέρα μου
Χαμογελά και φεύγει
Αλτεμπαράν
Λήμνος – Όλυνθος
Αλλόκοσμο πανηγύρι
Καφενείον «Η Δήμητρα»
Πορευθείτε
Μνήμη παραμάνα
Ποιητική συλλογή «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΔΕΞΙΩΣΙΣ» Εκδόσεις «Θριάσιο» 2001
Αφιερωμένο στη μάνα μου Αρετούλα Κ. Τραγάρα
Ενώπιος ενωπίω
Τα κακοπούλια ήρθαν πάλι απόψε
δεν τρώνε το συκώτι μου
δεν τρώνε ούτε το μυαλό μου
κάθονται αντίκρα και χαμογελάνε ειρωνικά
κοιτάζοντάς με μες τα μάτια
οι μιλτωμένες παρειές
που σωτηρεύουν
είν’ των παιδιών και των νηπίων
ο Μιθριδάτης με ευλόγησε
δώρα μου έδωσε τα κίτρινα φεγγάρια
κίτρινα κι ολοκίτρινα
βούλες ηωανθρώπων
μεταλλαγμένων για καλά
τα κακοπούλια ποιος φοβάται
ζάρες σκουλέπες κουκουβάγιες
για τις γιαγιάδες και για τα παραμύθια τους
τα φθονερά γιαπάκια μου φαίνεται
πως πάλι θα νικήσουν
βλέπω τα δόντια κιγκλιδώματα
γραβάτες ματογιάλια
θεριάγκαθα προφήτες
της αυριανής υποχώρησης
ο καθρέφτης μου πάλι θα με φτύσει.
Άξιοι
Οι νοσφιστές των έμβιων
δεν αποστέρησαν τον ύπνο μας
οι χιονοθύελες χτυπούν μακριά
κι είναι για άλλους
οι μωρόσοφοι που μας συμβούλευαν
έκαναν καλή δουλειά
ποτέ δεν αποδώσαμε
θείες τιμές στο Μόλπη
τα μπακιρένια μας ιδανικά
γυαλίζουμε με κητέλαιο
που μας προσφέρουν
φίλοι μας αφεντάδες.
Ο ήρωας
Ορκάνες και θηλειές χρόνια και χρόνια
σε μονοπάτια και σε τρίστρατα
περίμεναν
με χιόνια και βροχές εκεί
και τα μαχαίρια κρυμένα σε λευκούς χιτώνες
τυχαία αυτός μπλέχτηκε κι έγινε θήραμα
έπειτα έγινε ο ήρωας ο τρομερός
να τα αγάλματά του στις πλατείες
αύριο θα καταθέσουν στεφάνια
αυτοί που τον σκότωσαν
με μπάντες με άμφια και παράσημα
κατά πως πρέπει στις επετείους.
Μόνος
Κάθυγροι άσφαλτοι
μυδρίασαν τα μάτια των γκρίζων νερών
τα υποψιασμένα νέφη της όσσας
ξύπνησαν τις νάγιες στο κλειστό δωμάτιο
οστράκωσε ο εγκέφαλος
το πιοτό δηλητήριο
τα πελιδνά χέρια σαμοθήρια
στους καθρέφτες του κρυστάλλινου ποτηριού
έφυγαν όλοι από δίπλα μου
οι φίλοι με αρνήθηκαν
απ’ το πρώτο λάλημα του αλέκτορα
πληρώθηκαν οι σύμβουλοι
σκοτωθήκανε οι πρόκοιτοι
σφάχτηκαν οι εταίρες
λιποτάχτησαν οι προκουραντόρες των επαρχιών
σάλπισαν σιωπητήριο τα τηλέφωνα
αρτεσιανό πηγάδι η πίκρα
βρόγχος ασφυκτικός οι μνήμες
μόνος πιστός ο καπνός απ’ τα τσιγάρα
κι η νύχτα που εναλλάσσεται με νύχτα.
Συνέδρια
Στη μινδέλιο παγετώδη εποχή
προσκυνούν έντρομοι
κρυστάλλινες καράφες Costa Boda
τα επεξόδια γινήκαν γλυκερές δεξιώσεις
ο πνιγαλίων δαίμων μεταμφιέστηκε σε γραβάτα
επιστρατεύουν τους επιβήμιους θεούς
κάνουν καλή εντύπωση
στη σιχασιά του εαυτού τους
όλοι οι κακοσήμαδοι μαζεύτηκαν απόψε εδώ
περιφέρουν επιταφίους
μες στα κουστούμια τους
ανεμόδουλοι διακονητές χαιρετούν
με ελαφρά υπόκλιση
σηκώνοντας με περισσή φροντίδα
τα πλαστικά πιατάκια τους
ελόβιες λερναίες ύδρες
λικνίζονται στα ακριβά χαλιά
κομψόγναθοι γελαστοί με μεταξωτά πουκάμισα
και με χοντρά γιαλιά
νοιάζονται για το κάθε τι
τρώγοντας τούρτα
το σύνδρομο του Ελπήνορος
σκαρφάλωσε σ’ ένα φωτιστικό
και σκάει στα γέλια
ποιό άρα νάναι το κοινό
και ποιοί οι θεατρίνοι.
Άρρωστοι
Βαφτίσαμε τα λιόκουρα
ήπιαμε το νερό
οι ξεμετρήστρες χασμουρήθηκαν
μ’ όλη τους την καρδιά
πετάχτηκαν όρθιοι οι γητευτές
σίγουροι για την επιτυχία
τα θυμιατήρια γύρισαν οι παραβάγιες
σ’ όλο το σπίτι λιβανίζοντας
ακούστηκαν οι αγητιές ψιθυριστά
μας σταύρωσαν στο μέτωπο
μας ράντισαν με αγιασμό
με άγιο λάδι μας αλείψανε
έκαναν οι παπάδες τα τρισάγια
ωραία φυλαχτάρια μας κρεμάσανε
περάσανε γιατροί πάνω σε άσπρα άλογα
μας πότισαν φάρμακα και ματζούνια
τίποτα
κανένα όφελος
δεν γίναμε καλά.
Γιατί να γίνουμε καλά;
Μετά ποιους θα προσέχουν;
Εφιάλτης
Γκρεμίζουν αλύπητα
τα παλάτια που προστρέχαμε
στάχτη και φωτιά στον αέρα παντού
Αγνώνεια οικοδομήματα συμφοράς
σε Αδράστεια νέμεση
οι δίκαιοι χορτοφάγοι πήγαν ακάντηλοι
τους σημάδεψαν τα δάχτυλα
του αγελαίου όχλου
τα μονόσκηπτρα κρατούν
οι βάκηλοι των χαρεμιών
φονιάδες βωλοκοπούν
μαρμάρινες κολώνες
βγαίνουν από τις γόργυρες
ακάθαρτα στοιχειά
προσφέρουν πράσινη σκουριά
και παίρνουν φρέσκο αίμα
χρυσά τα άμφια
φορούν οι δεμιρτζήδες
τα κόσκινα του σιταριού
τα ρίχνουν μες τους κακανούς
Δειράδελφοι και Κύκλωπες
κυκλοφορούν στους δρόμους
ανέβηκαν ενάμαρτοι
στης θέμιδας τις έδρες
εναρηφόροι σκυλευτές
έκαναν κουδουνίστρες
τα άγια δισκοπότηρα
εταίρες αιματόβαφες
διδάσκουν στα σχολεία
οι κλακαδόροι οι ηλιόφοβοι
χειροκροτούν με πάθος
κόλακες βδελυροί φορούν
τα δάφνινα στεφάνια
μούταξαν οι θεοί οι ελεήμονες
μες σε βαθειές κρυψώνες
καμιά θυσία δε λυγίζει την καρδιά τους
ο εφιάλτης ατελείωτος.
Κλειστές γροθιές
Ενηλύσια μυστικών δυνάμεων
ιερά και άβατα
οι κλειστές γροθιές μου
μαντέψτε αν επωάζουν μια οργή
ή μια δραχμή
δεν θα το δείτε απ’ το παίξιμο του ματιού μου
ούτε απ’ τις κινήσεις του σώματος
έμαθα να μπλοφάρω
στα σχολεία σας της υποκριτικής της τέχνης
ήρθε η ώρα να εισπράξετε
τις αμφιβολίες σας
ήρθε η ώρα ν’ αρχίσετε
να φυλάγεστε.
Αγανακτισμένοι πολίτες
Οι ανοικτίρμονες των δρόμων
σήκωσαν πάλι τις σημαίες
παλιά τις είχαν φυλαγμένες στα σεντούκια
κάτω από βελέντζες και παπλώματα
οι κάμερες γινήκανε σειρήνες και δασκάλες
τον λόγο που ποτέ δεν γνώρισαν
τον αντικαθιστούν με λόγια ομοιόμορφα
σαν κουλουράκια βιομηχανίας.
Οι ανοικτίρμονες των δρόμων
άρχισαν πάλι να δείχνουν τα μαχαίρια
σε γριές γυναίκες και σε μικρά παιδιά
τα καμαρώνουν που γυαλοκοπούν
χειροκροτούν ο εις τον άλλον
φωνάζουν δυνατά με χαμηλωμένα μάτια.
Καθώς περνά η ώρα καταλαβαίνουν
να μεγαλώνει η δύναμή τους
καθώς περνά η ώρα καταλαβαίνουν
πως είναι η τελευταία ευκαιρία τους.
Τα όπλα
Κανένας Αιάντειος γέλως δεν ακούστηκε
σαν μας αρνήθηκαν
τα όπλα τα ακριβά
εμείς τότε είχαμε άλλες ασχολίες
έπρεπε να γεμίσουμε άδεια χαρτιά
ή να βγάλουμε λόγους
σε αμφιθέατρα και δρόμους
έπρεπε να παίξουμε
με λόγια δικηγορίστικα
μέσα στα καφενεία
έπρεπε να δούμε την καινούργια μεζονέτα.
Πορεία μαθητική
(σε όλους τους μαθητές του κόσμου)
Ταμπούρλο στρογγυλό
με γείσο υδρόγειο σφαίρα
μέσα μαύροι κύκλοι και σταχτιοί
μπράτσο γυμνό με πλήκτρο
ίδιο πυρσός σβηστός
ο αντίχειρας σημάδι ανάμεσα στα μάτια
ανοιχτά στόματα τραγουδιστών
καμιά ίριδα στην άκρη
όλα τα μάτια βέλη που χτυπούν το στόχο
κασκόλ ασπρόμαυρα
και τα χρωματιστά ασπρόμαυρα φαντάζουν
βρόγχοι γύρω από τραχηλιές
μοτοσυκλέτες π’ ανεβαίνουν το γύρο του θανάτου
πουλιά φουσκόλαιμα σε οχεία
κάθετα όλα όρθια
των μπουφάν οι πτυχές
και τα καρφάκια των μαλλιών
κι οι κόκκινες μύτες στο κρύο
τα απαγχονισμένα από δέντρα
γράμματα των πανό
σημαίες και σάβανα της προσδοκίας
οι φίρμες στο μέρος της καρδιάς
κι η πίκρα χυμένο γάλα
που τραγουδά ανάμεσα
στα αυτοκίνητα των δρόμων
σας τα χαρίζουμε όλα
την περηφάνεια μας κανείς δεν θα την πάρει.
Τα χέρια μου
Άνοιστρα τα χέρια μου
ριγεδανά και παγετώδη
κρατιούνται μετέωρα
για το καλό σας
είμαι καλός κι έχω καλή καρδιά
γι’ αυτό δεν τα δουλεύω
γι’ αυτό δε δίνω χειραψία
γι’ αυτό δε σας μουτζώνω
η παγωμάρα μου να είν’ ανίατη
παρακαλάτε
αφήστε τα χέρια μου ήσυχα
μην τα ταράζετε
μην τα ζεσταίνετε
βάλτε τα στο μουσείο
για το καλό σας.
Το μυαλό
Στη φίλη μου Λίτσα Πανταζή
Ω οι αρέκες του μυαλού
που μόλις ξύπνησε
ο φρέσκος αέρας απ’ τη θάλασσα
το ξόδι που χθες συνοδέψαμε
ζει στα εράσμια νερά της λήθης
σαν νάναι χρόνια τώρα
του παραδείσου οι γραφές ήρθαν στην ώρα τους
των ρητόρων η ομίχλη διαλύθηκε
χλιμίντρισαν άγρια άλογα της αυγής
σημαίες τρύπιες όχι δεν θα ξανακουβαλήσω
ούτε θα προσφερθώ
σε αδιατάρακτες ιεραρχήσεις διευθετημένος
ω το μυαλό πως έκαψα
στις Σαχάρες των αιτήσεων αποδοχής
νικητές όχι δε θα χειροκροτήσω
σε μονότονες δοξολογίες
έτοιμος είμαι να πληρώσω στα βορεινά γήπεδα
να κλείσω χαίνουσες πληγές
να μπω στην ασπρόμαυρη φωτογραφία
στον κόκκο μου της άμμου
στον πυρήνα των αφορισμών
στο απόλυτο φτωχό είναι μου.
Μνήστωρ
Μνήστωρ να παραμείνεις λέει
κι ας βλάστησαν προσφάτως τα σπαρτά
κι ας σε φωνάζει η ζωή ολόγυμνη και δοτική
νέα γυναίκα.
Ενθυμούμενος λέει
τους προγεννήτορες που δε γνώρισες
τις παραδόσεις που δε σου παραδόθηκαν
που πάντα ζήλευες το Νεοπτόλεμο
για τα παραμύθια του παππού του.
Εσύ χορεύεις τους πυρρίχιους
μπροστά στους δημαρχαίους
και στο πάτα κιούτα του ποπ κορν
που κανείς δε σε κάλεσε
έστω για την εκπλήρωση κάποιου χρησμού
που λάφυρα ποτέ δεν θα πάρεις.
Μνήμων κάποιων λόγων παλαιών λέει
που όμως εσύ δεν έμαθες.
Μην προθερμαίνεσαι για περιπάτους
θάρθουν οι ασήμαντοι σημαίνοντες
μεταπράτες εμπόροι παλαιολιθικών οστών
συντηρητές κατεψυγμένων μουμιών
καταιωνιστές απορρυπαντικών εγκεφάλου.
Φύγε να μη σου μάθουν να θυμάσαι λέει
πως δεν πρέπει να τους ξεχάσεις.
Τώρα.
1998
(στο φίλο ψυχίατρο Βαγγέλη Νερούτσο)
Τι νόημα νάχουν οι αριθμοί
χρονολογίες άσπρες σ’ άσπρο φόντο
το ορυκτό αλάτι κουβαλήσαμε εμείς
μες τα σακκιά στην πλάτη
μας έμαθαν οι Ίνκας
στα παλιά υπαίθρια αλατορυχεία του Μαράς.
Κι απ’ το τοπίο του ξερονησιού
φάνηκε μες στα μάτια μας
ο σαλτιμπάγκος γυμνός και κατακόκκινος
μ’ ένα σκορπιό στο εφήβαιο
κίτρινους γυριστούς αυλούς φυσά
που βλέπουνε τον ουρανό
γνέφοντας κι ευλογώντας
της διπλανής γυναίκας τα βυζιά
κύκλοι ολοστρόγγυλοι σε πέλαγο
που αρχίζει να βουρκιάζει
με ησκιένιο βαρανόσαυρο στον ώμο της
σκοτίδη απ’ την όψη.
Τα χείλη του ξανθού παιδιού
σε αλεξίσφαιρα γιλέκα
ειρωνία
παρκάροντας το κατρακύλι
σε σανιδένια πλαίσια
φρέσκιας τηλεόρασης οσμή και φελιζόλ.
Κι οι όγκοι οι μυτεροί οι πολύκωχοι
δεν είναι τα παγάκια στο ουίσκι σου
ξεχασμένα παγόβουνα δεν είναι
ούτε κομμάτια ασβέστη άσβεστου
λείπουν οι γαλανές οι θάλασσες
λείπουνε τα νταμάρια
μον Πάπες γηραλέοι
με ράσα λευκά και άσχημα
κυκλοφορούν στις σκάλες.
Κοίτα πως σε σιχαίνονται
οι πήλινοι Κινέζοι στρατιώτες
κοίτα που μια ματιά δεν ρίχνουν πάνω σου
και πάνω στο σόι σου το χαμογελαστό
αυτοί δεν ήρθαν να σε βρουν
στα σπίτια σου τα διακοσμημένα με γραβάτες
φόρο πληρώνουν κύκνοι περήφανοι
απ’ το ακριβό συκώτι τους
κι ούτε καταδεχτήκανε να ζουν
στα πάρκα τα δικά σου
δεν επροσκύνησαν και ούτε θα φιλήσουν
λουστρίνια για δεύτερα βραβεία.
Κάτω από δικέφαλους αητούς
με κόκκινα γραφήματα
με στόματα ανοιχτά διαμαρτυρομένων
τα μαύρα τα μικρά παιδιά
που αγαπούν τις όρκες στα βάθη και στα ύψη
δεν συναντούν πολεμιστές καβάλα στ’ άλογά τους
κοντάρια μαύρα αψηλά
και άλικες σημαίες
και με χιτώνες χιόνινους
μακριούς τσαλακωμένους
τα κρεμασμένα σώματα σακκιά χωρίς τα άκρα
να δέχονται κλωτσιές γερές
μεταλλαγμένων χορευτών
μέσα σε στρατιωτικές χακιένιες μπαλαμάνες.
Εφύγανε τα σώματα απ΄τα νεκροτομεία
μισοκαμένα κάθησαν σε βάθρα καφενείων
βγάλτε φωτογραφίες πάρτε αυτόγραφα
δεν είναι μπαλαρίνες αυτές που σε σαστίζουν
δεν είν’ ματρόνες σε λαϊκή ρωσοποντίων
οι κούκλες είναι των κωμωτηρίων
τα παιδιά σου που διδάσκουν.
Και τα ξερά τα δέντρα στο χώμα το σταχτί
κάτω από πυροφόρους ουρανούς
δεν είναι προσκεφάλι
λευκών ξερών κρανίων άγριων ζώων
αυτά είναι χαρτιά σκισμένα κατά λάθος.
Ποιος να μπορεί το φίλημα
στο στόμα μίας κόμπρας
αυτός που το’κανε δεν είναι της γενιάς μας
αφού δε στήθηκε φαλάκρας πίσω από γκισέδες
ούτε μπροστά ψευτοπερήφανος ζητιάνος.
Η μοίρα σου σε πήγε τελικά
εκεί που σου αρμόζει
να συναντάς μια μούντζα μες στα μάτια
από ένα χέρι αλλόκοτο
που λες και βγήκε απ’ το λάκκο.
Οι νοικοκυραίοι
Κορώνα οι ιδεοληπτικές εμμονές
καθήσαμε αναπαυτικά στους θώκους της αλαζονείας
τα αληθοτόπιά μας από άμμο κάστρα τρανταχτά
όσο κρατά η άμπωτις
οι μέρες οι λιασμένες δεν περνούν εντός
ούτε το αγιάζι
καν ο αέρας
έξω τα κακάγγελτα
σκοτώθηκαν οι αγγέλοι είτε κακοί είτε καλοί
κάθε αταξία ναρκοθετεί το μέλλον
αδιατάραχτες οι ιεραρχίες
απ’ τα περιφερόμενα βλέμματα
στις αποικίες των Μπε Εμ Βε
στις εξυπηρετικές συνάξεις των κωλόπαιδων
απ’ την άνυδρη γη όλα τα κλάμματα
ακούσματα αμυδρά
ίσως παιδάκια που σπάσαν τα παιχνίδια
που νιαουρίζουν ίσως γάτες
ξέψυχα στίγματα του τίποτα
στους θώκους μας τους καθαρούς
στις στρογγυλές ασπίδες μας
στις ανοηταίνουσες απλουστεύσεις
ημιθανείς για να κλάψουμε
τον πάντοτε τακτοποιημένο κόσμο
ημών των νοικοκυραίων.
Τυφλές ελπίδες
Έτρεξε πάλι και εκρύφτηκε
στην καγκελόφρακτη κάμαρα με τα λουκέτα
σα φάνηκε στο δρόμο
ο αμυτήρας των ψυχών
ο κλέφτης
άνοιξε της αυταπάτης το σεντούκι
ότι εκεί είναι σιγουρεύτηκε
κάτω απ’ τα χράμια της προσδοκίας του
το κόσμημα που πιο πολύτιμο ενόμιζε
με χαραγμένα γράμματα στο κέντρο
“αμόρωτον”
κι από τη βιά του σκόνταψε
επάνω στον παππού τον Προμηθέα
που ήρθε την τακτική του συνδρομή
να ανανεώσει
πληρωμένη σε τυφλές ελπίδες
και δυο κουβέντες που αντάλλαξαν
αρκούσαν ίσα - ίσα
για να μη δει τον κλειδωνά
τον Εφιάλτη
που έπαιρνε της προδοσίας της μεγάλης τα αργύρια
κάτω απ’ τα παραθύρια του.
Ίσως
Ίσως τ’ αλάτι που σχεδόν πήζει στις αλυκές
πως το χτυπά ίσως το ηλιοβασίλεμα
τα γήπεδα τα ξεραμένα με τ’ ασβεστόχωμα
ομήρους ξαγρυπνησμένους στοίβαξαν
ο εργάτης ίσως που μαζεύει τα κεράσια
πάνω σε ωκεανούς λευκούς
ίσως σφαγή των φαλαινών
μετά τις παρακλήσεις τους τις πρωινές
στα αγιασμένα ύδατα
της κόμης σου οι καταρράχτες
που τους χτυπούν βόμβες πυρηνικές ίσως να είναι
τ’ αναποκάλυπτο που πρόβαλε σαν ύβρις ξαφνικά
και μπήκε με ερπύστριες
και με κανόνια στα ματόκλαδα ίσως
αργήσαμε σ’ αυτή τη μαθητεία και στις άλλες.
Οι μαύροι πάνθηρες
Εμείς οι μαύροι πάνθηρες
βαστούμε τα βιβλία
βαστούμε ευαγγέλια
καπνίζουμε τσιγάρα
μαύρα γυαλιά φορούμε
καλύπτουμε τα κίτρινα
τα μάτια των συμβόλων
τα πλήθη τα φρενάρουμε
ή πάλι βάζουμε φωτιά
μες στο υγρό το βλέμμα μας
η λύπη κολυμπάει
γευόμαστε τη σκόνη
στους ξένους δρόμους συνεχώς
μπερέδες ή σγουρά μαλλιά
και ανοιχτά τα στόματα
και σήματα στα πέτα
πένες φτωχές ανέστιες
τα όπλα δήθεν λιγοστά
οι δικαιολογίες μας μυριάδες
εμείς οι μαύροι πάνθηρες
είμαστε μπάσταρδοι ολόλευκοι
κι είμαστε φοβισμένα ανθρωπάκια.
Αντιπαροχή
Έδωσα αντιπαροχή
τις παρακμάζουσες ήδη
δυναστείες της περηφάνειας μου
άχρηστες μου ήταν εντελώς
στις καθημερινές
πολύβουες πορείες
αλάφρεψε της χειραψίας
το ειδικό βάρος
άρχισε να υψώνεται
των προσαρμογών η μεζονέτα
θα πάρω το μερίδιό μου
σε φιλική τιμή
πέραν του λογικού κέρδους
μέγα πλεονέκτημα
τα εμφιαλωμένα παραμύθια
που χάφτω
σε λέσχες αγελαίων
επιφανών υποκειμένων
στα έξω και στα μέσα.
Πολύχρωμες σημαίες
Ένα ψωμί σταρένιο πρέπει να’ναι
το μαρτυρά το σχήμα του
ή μήπως όχι
κρυμμένο φωλιασμένο
σε κρεμασμένες πολύχρωμες σημαίες
δίνει αέρα στα κούτσουρα που ξέβρασε η θάλασσα
που μήδισαν που ξένεψαν και κλαιν ακόμα
αφού περάσαν ποιος ξέρει
από τι γλυπτών τα μητροπόλα χέρια
ανοίγουν στόματα εκεί που κάθονταν παιδιά
κλείνουνε μάτια εκεί που φύτρωναν κλαδιά
σφίγγουνε μυς σαν σίδερο
πετάνε ρόζους φαλλικούς
οδύρονται που πέφτουν σε χαράδρες
πιάνονται από σιδερένιους κρίκους ταβανιών
μα δεν κοιτάνε τις πολύχρωμες σημαίες
που ένα ψωμί σταρένιο θα ’χουν μέσα τους
ή μήπως ανθρώπινα κομμάτια
δραπέτες της παρέας των μαύρων κουστουμιών
που παρακολουθούνε όρθια και σεργιανάνε
κριτές και θεατές ανυποψίαστοι.
Το φλυτζάνι του καφέ
Πουλιά ελπίδας
όμορφα μακρυλαίμικα πουλιά
ή άγρια θανάτου κακοπούλια
με δώρα ανείπωτα
από σφιγμένα χείλια
από γερμένες στο πλάι κεφαλές
γράμματα των θαλασσινών
που ήρθαν
που δε θα φθάσoυν γράμματα
οχτροί μεγάλοι γίγαντες
μέρμεροι και πανούργοι
στα σκοτεινά σοκάκια
πλάσματα ροζ μορφεϊκά
σε ύπουλες ντορμέζες
που πίνουνε θυριακή
πίσσα λιβάνι στύρακα
πρεβαντορείων ήλιος
στέλνουν φιλιά και χαιρετίσματα
στη μούμια του Νεσπεραχάν
ακέφαλοι και μασκοφόροι χορευτές
μακρύποδοι χωλοί νανοκεφάλοι
κορύβαντες φωτιές και σκούρα δάση
της Βαβυλώνας βασιλείς
ζήτουλες φτωχοί σκουπιδιαραίοι
ρέοντα ύδατα θερμά
που εξεμέτρησαν των ποταμών τις μοίρες
κύματα πάνω κάτω
στο στόμα την αρμύρα
κι άλογα
άλογα πολλά
στο βάθος της ομίχλης
και πόρτες και καστρόπορτες
και άγγελοι εσπερινοί
που βγαίνουνε για βόλτα δύο-δύο
πίθηκοι μπαμπουίνοι
καλικαντζάρια πονηρά
τα χιλιοξορκισμένα
με κάπες ανεμόδαρτες
και με χρυσά τιρτίρια
τραγόμορφοι με γένεια και ουρά
κέρατα προβοσκίδες
κεφάλες νεκροκεφαλές
χοίρων, φιδιών, δρακόντων
κι έρωτες ψεύτες μίσθαρνοι
με βέλη με μιλιόνια
με φουσκομάγουλη ματιά
με κόκκινα φτεράκια
κι αν θελεις κι άλλα για να δεις
παιδί για να ξαναγενείς
πρέπει να μη φοβάσαι.
Τα γέλια της μικρής πλατείας
Νάτα πάλι τα γέλια της μικρής πλατείας
όπως τα φοβάσαι
ύπουλα και χαιρέκακα
και τα χαλίκια που κλωτσάς
Θριές της μαντικής
που αναγγέλουν
την περιφρόνηση των παραδεδομένων.
Νάτα πάλι τα γέλια της μικρής πλατείας
που κάποτε δε σ’ ένοιαζαν
εσέ το νηστευτή
που μπήκες από μόνος σου
στο γύργαθο
παραλυμένος απ’τη ματιά της Μέδουσας
κι ας ήξερες πως ήτανε ανέκαθεν θνητή.
Πλάνητες άνθρωποι
Πλάνητες άνθρωποι
τι τα μετράτε τα λεφτά σας τα μεσάνυχτα
τι τα μετράτε το πρωί
γελούν οι άπιαστοι θεοί
στα φευγαλέα σύννεφα
γέλια ετοιμοθάνατα
δικά σας.
Δύστυχοι άνθρωποι
τι αρματώνεστε στην εποχή των παπαρούνων
τι τη σκεπάζετε τη λάσπη σας
σας περιμένει το άνθος του χιονιού
στου αιώνιου τα βύθη
μεθυστικό κρασί
μόλις συρμένο.
Καημένοι άνθρωποι
τι χάλκινους ψαλμούς κανοναρχάτε
τι λόγους ψυγερούς
της αλφαβήτας της παλιάς
τους δρόμους τους εχάσατε
είναι αργά για σας
για όλους.
Στη χειμερία νάρκη μας
(στο φίλο μου ποιητή Λευτέρη Αναστασίου)
Λαμπαδηδρόμοι καπνισμένοι φρυκτωροί
τι ενοχλείτε τη χειμερία νάρκη μας
βερμπάσκο πήραμε νταρμπούκο φλόμο
σήμερα χτες και κάθε μέρα.
Τα φλάμπουρα χαθήκαν στις γαμήλιες τελετές
και για λευκά αγάλματα στις πλατείες
κλείσαν τα ανδριαντοποιεία από παλιά.
μάχλοι προαγωγοί έγιναν οι θεοί μας.
Υπνόμαχες πυρές μη μας ανάβετε
σφραγιδοφύλακες σκληροί τυμπανιστές
τελείωσαν οι μυθικοί κατακλυσμοί
και πέθαναν οι Ηλιάδες λεύκες.
Ζητιάνοι των τριόδων
(στα θύματα των σεισμών της Πάρνηθας, το 1999)
Μικροί και ολίγοι οι επιφανείς στρατηγοί
στα ζωηρά χρώματα
χάρτινων ερυμνών
οι βακχικές κραυγές αλλοτινών καλόμοιρων
κόπηκαν μετά τη μέλαινα βροχή
και τώρα ζητιάνοι των τριόδων
ορκίζονται πως δεν ακούμπησαν το άλσος της Δήμητρας
ψηλαφητά στο έρεβος του Εριχθόνιου
αναζητώντας στο κόκκινο ποτάμι
δύο σταγόνες από το αίμα της Γοργούς
για να κρατήσουν τη θανατηφόρο.
Ερινύες
Θητείες μαύρων σημαδιών
εκτροχιαστείτε σε βάραθρα ονειρικά
να συναντήστε την ανήλιαγη μορφή
που έφυγε για πάντα
που με πληγώνει όλο και περισσότερο
δε θέλω το ξαλάφρωμα από τις ερινύες μου
είναι πόνος γλυκός που τον απολαμβάνω
ας έλθουν άτρωτα στοιχειά
ας έλθουν φλόγες πύρινες
ας έλθει τιμωρία
να μη μπορώ να λέω για θάνατο καλό
ότι έζησε τα χρόνια του
ότι είδε παιδιά κι αγγόνια.
Έστω μια μαργαρίτα
Φίλοι συντρόφοι
τι παρακολουθείτε όρθιες λαμπάδες
τις πλαστές μάχες του ιππικού
στις ιερές τελετές τρέξτε να βρείτε
τον αθρήνητο
που του αρμόζει αντέλλογος
έστω μια μαργαρίτα
σύμβολο εθελαπάτης βολικό.
Επιφανείς
Κερένια αγάλματα στις πλατείες
και στις οθόνες καμαρώστε τους αριθμούς
πριν το μεσημέρι.
Παζαρέψτε τα ινδιάνικα χειροκρόταλα
στο πανηγύρι της Παναγίας
οι καμποτίνοι φίλοι σας το βράδυ βίζιτα
χωρίς ξύπνημα ο Επιμενίδειος ύπνος.
Χθεσινοί κληρονόμοι του μεγανθρώπου
καταμετρήστε στις ζυγαριές ακριβείας
την ελεημοσύνη σας
στην πολιτεία των νανοκεφάλων.
Οι “Ινδιάνοι” της Λήμνου
(σε όλους τους γέροντες της Λήμνου)
Μεσίστιες σημαίες
του πένθους και του σεβασμού
τ’ανθρώπινα ρολόγια
που κουβεντιάζουν άρχοντες
στον άρχοντα τον ήλιο.
Κι οι κούρσες οι γυαλιστερές
που προσπερνούν
γι’αυτούς ανύπαρκτες.
Βήματα τύμπανα άφωνα
στις άκρες των λεωφόρων
απ’τις οπλές του γαϊδουριού.
Αρχαίες ζωντανές περγαμηνές
ίχνη και ιχνευτές μαζί
του πεπρωμένου.
Γρανίτες Αργανθώνιοι ησκιένοι
τα αμμωτά του Υπερίωνος
στ’απόβραδο.
Παππούδες και γονείς
που πάλι ξεφυτρώσατε
καθώς οι κούρσες οι γυαλιστερές
σας προσπερνούν
παρακαλούμε σπλαχνιστείτε μας
ρίξτε μας μια ματιά
μήπως και ξαναβρούμε μέσα μας
το χώμα.
Επιτυχία
Το χρήμα κόκκινο μπλε
με σηκωμένα πόδια
τετράγωνο.
Φερμουάρ στα στόματα
των λευκών προσώπων.
Τα ανεξάρτητα κορίτσια
ταξίδεψαν
με τη λαγνεία των θεών.
Μένουν οι μακρές νύχτες
των κρεμαστών κήπων
των παραισθήσεων
των φημών.
Επιτυχία
Άγιος ο θεός
Κατήγοροι ηλεκτρονικοί
φιλοτεχνείστε χρωματιστά σκηνικά
οι πρίγκηπες φτάνουν στο τέλος τους.
Στα αρώματα των πόλεων
οι έμμονες αγάπες
δυο δυο
στην πρώτη γραμμή
σκοτώνουν τα τελευταία γονίδια
της αμφιβολίας.
Ανταγιάντιστο το βάρος της μνήμης
η τύφλωση ευγενής
αγιοποιημένη
άγιος ο θεός
άγιος ισχυρός
πανάθεμά σας.
Τα δώρα των μάγων
Τα δώρα των μάγων περίμενε
μαλάκα ε μαλάκα
τα δώρα των μάγων
και τους καλικαντζάρους
καλικάντζαρε
ανέβα
στα φωτισμένα δέντρα
χάιδεψε
το χριστουγεννιάτικο αρκουδάκι
χαιρέτισε στρατιωτικά
τα πέτρινα πρόσωπα
κάνε το σταυρό σου
στα πεταχτά μαντολίνο
να τα πούμε
να τα πείτε
στη δημοκρατία των όρχεων
κοιμήσου χαμογελαστός
ανυποψίαστος
μαλάκα ε μαλάκα
αρχιμαλάκα.
Άνθρωποι μαέστροι
(στο φίλο μου γιατρό Δήμο Νικολόπουλο)
Ανθρωποι μαέστροι σωπάστε
ακούστε επιτέλους
το άγραφον δόγμα των νηπίων
τις προτάσεις γάμου
το κλάμα του όπιου
στο τέλος όλα θα κυλήσουν στη γη
θα κουλουριαστούν
θα βρουν την παραμυθία της ανατολής
άνθρωποι μαέστροι
στήστε ευήκοον ους
στις φάλτσες ιστορίες
των άστρων που ζουν μόνα τους
γραβάτες κρεμασμένες δείτε
οι ήττες σας
ταριχεύστε τα πτώματά σας
οικειοθελώς.
Έρωτες
Ερωτες ακαριαίοι
με καλούς τρόπους
χαλκέντεροι
στις άσπρες κροκάλες της παραλίας
στις βουνοπλαγιές
στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου
άρχοντες γαλαντόμοι
επιεικείς
έρωτες τζογαδόροι
στα ίχνη της μικρής ζωής
όλα για όλα.
Ο καναπές μας
Σύντροφοι καθοδηγητές
ονειροπόλοι τυχοδιώκτες
μεσίτες με τα παπιγιόν
μέντιουμ μεσόκοπες κυράτσες
κλέφτες και αστυνόμοι
όλοι προς το δρόμο
ασθμαίνοντες αθώοι ένοχοι
λάμπει ο πλούτος στα κοστούμια τα λαμέ
σε σκοτεινά κλίματα
σε γυμνά παραμύθια
στο παραλήρημα
στην κατοχή μας
απ’ τους δαίμονες του τοπίου
τους εισαγγελείς ευεργέτες μας
ο καναπές μας είναι Σιλβεστρίδη.
Δοξαστείτε
Απ’ το μητρώο των τρελών
διαγραφείτε
καθαρίστε τους φόνους
τα μικρά πεπαλαιωμένα
οι εικόνες των ταξιδιών
χωρίς αξία
στο τέλος αυτού του χρόνου
θα εκτελεστούν δι’ απαγχονισμού
τα ερωτήματα
και όλες οι μαλακίες
τα πρόσωπα των πατεράδων στα κάδρα
αφού ξεκρεμαστούν
να σκαναριστούν καταλλήλως
πριν πεταχτούν
στο γενέθλιο τόπο ποτέ μην πάτε
προσοχή στις παγίδες
προσοχή στους αμόρφωτους
δοξαστείτε τώρα που είστε νεκροί
τίποτα δεν αποκλείεται αύριο.
Στη σειρά
Δεν ξεγιελιούνται οι θεοί
δεν κολακεύονται οι απωσίκακοι θεοί
και μη θαρρεύεις
εσύ που τους μαστόρεψες παμπόνηρε
δε ξέρεις
οτ’ είναι κατ’ εικόνα σου
και καθ’ ομοίωσή σου
νομίσματα των φαναριών
η κόρη του Ωκεανού
δε δέχεται από σένα τυχοθήρα
στην ίδια τη γραμμή να μπεις
που στοιχηθήκαν όλοι
εν δυο και μη λοξεύεις
ψωμί νερό είν’ αρκετά
κι ο οβολός για εισιτήριο
μέσα στο στόμα σου κρυμμένος
φτάνει και παραφτάνει.
Της μάνας μου σανίδια
Τρίξτε σε κάθε πάτημα
ξύλα λαλούσης Δωδωναίας δρυός
σανίδια της μάνας μου
αλλοτινά στολίδια
πια μη σημαίνετε τον κίνδυνο
είναι αργά
διαβήκαν όλοι οι θάνατοι και παν
πιο μαύρος ο καθένας απ’ τον άλλο
άσπρα και χλωρινένια
της μάνας μου σανίδια
τσιριάσατε μαζέψατε
καμπάνες του κακού
αέρα γεμίσατε ξερό
παλιές φωλιές γονιμικών πνευμάτων
το βάρος μου αγκομαχητό
αυτό θα είν’ ο τελευταίος κίνδυνος
που προμηνάτε.
Αιφνιδίως εις υγείαν
Επωβελία στης ψυχής το κέρδος
δράπανα θερισμού ο Ζαγρέας
κρυμμένα επιμελώς στα ρούχα
με ρόμβο στρόβιλο και χρυσά μήλα
ο κεραυνός θα ήταν ευτυχία
ποτήρια ανυψώ κερνώ και πίνω
εις την υγειά αιφνίδιου θανάτου.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ενώπιος ενωπίω
Άξιοι
Ο ήρωας
Μόνος
Συνέδρια
Άρρωστοι
Εφιάλτης
Κλειστές γροθιές
Αγανακτισμένοι πολίτες
Τα όπλα
Πορεία μαθητική
Τα χέρια μου
Το μυαλό
Μνήστωρ
1998
Οι νοικοκυραίοι
Τυφλές ελπίδες
Ίσως
Οι μαύροι πάνθηρες
Αντιπαροχή
Πολύχρωμες σημαίες
Το φλυτζάνι του καφέ
Τα γέλια της μικρής πλατείας
Πλάνητες άνθρωποι
Στη χειμερία νάρκη μας
Ζητιάνοι των τριόδων
Ερινύες
Έστω μια μαργαρίτα
Επιφανείς
Οι “Ινδιάνοι” της Λήμνου
Επιτυχία
Άγιος ο θεός
Τα δώρα των μάγων
Άνθρωποι μαέστροι
Έρωτες
Ο καναπές μας
Δοξαστείτε
Στη σειρά
Της μάνας μου σανίδια
Αιφνιδίως εις υγείαν
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)