Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Ποιητική συλλογή «Λήμνος» Εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος» 1999



Στη μνήμη του αδελφού μου Βασίλη, που χάθηκε σε ναυάγιο στην Καραϊβική θάλασσα το 1979, σε ηλικία 24 ετών.





Το πλούσιο σπίτι μας

Ηλέκτρινη γκαζιέρα με τρόμπα
μάλαμα απ’ το Ελντοράντο
χυμένο σε θαλασσοχελώνες
από κονκισταδόρες οινομαγειρείου Tζιτζιβάκου.

Οπή από φευγάτο μποντάκι στην πόρτα
δέσμη φωτός και ηλιόσκονη
ψαυμένη με το δάχτυλο.

Παλιό κουτί από παστίλιες ΙΟΝ
κουμπιά χρωματιστά
δεκάρες και πεντάρες
μια δαχτυλίθρα
ένα καρούλι άδειο
και ένας νάνος ζούδιαρης.

Η σκάλα η καρένια
κεδρία και κερί από μέλισσες
στις εκατόμφυλλες κάμαρες
δορύξενων πνευμάτων.

Μαγκάλι αργυρένιο
ανθέμιο σε σποδό
Εδώμ γενναιόκαρδων
ευσπλαγχνικό μα απρόσβατο.

Απανάρι χερόμυλου
σβούρα μαγική αντρελουσίων
autos sacramentales
δώρο απ’ τον Ζαγρέα
προετοιμασία για τον άξενο πόντο.

Απάνθηση στην άπαρτη ακακία μας
φθινοπωρινές στάλες βροττείων
τραυματίες δουλαγωγημένοι έκτοτε
βροχιασμένοι νοσταλγικοί ευγνώμονες.

Σπουργίτια εγρέμαχα στο τζάμι
χιόνι ασπροκόκκινο
και κρούσταλα εκατογκάρανα
λουκούμι τριαντάφυλλο τυλιγμένο στο χαρτί
κάθε βράδυ απ’ τον πατέρα
γονίδι σε ηλιοκάμινο ιερογλώσσων.

Πιάτο με προζύμι ξεχειλισμένο
και η πετσέτα με τις κόκκινες ρίγες
υφασμένη απ’ την Παναγιωτίτσα
και τις Εργαστίνες
τιμημένες με κλάδο ελαίας
και θυμίαμα κάθε Σαββατόβραδο.

Κρίκελας στην εξώπορτα σιδερένιος
και παράτωμα κάθε βράδυ δοξαστικό
σ’ απάνεμο λιμάνι ήσυχο
σφάλισμα από κείνους που ουρλιάζουν.








Τα καλά παιδιά της Λήμνου

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
αριώνουν τα μπαμπάκια στο Κελάρικο
και περπατούν παρέα με τις πέρδικες
στη Μητρόπολη.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
θερίζουνε τα στάρια
με την κοσά των παπούδων τους
και κοιτούν τον ήλιο κατάματα
με καθαρά μέτωπα
ίσος προς ίσον.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
φορτώνουνε τα φορτηγά
κουβαλώντας τα τσουβάλια στην πλάτη τους.
Μετά μαζεύουν την αλιτσάχνη
και φτιάχνουν τα άρματά τους
για το τάγμα των αργυράσπιδων
του Μεγαλέξανδρου.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
σαλαγούν τα πρόβατά τους στο Φαρακλό
μόνο και μόνο
για να τους δώσει ο Παν το χρίσμα.
Μόλις ονομασθούν αιγίκοροι
δεν φοβούνται να πέσουν στη φωτιά.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
ανοίγουν πηγάδια
στην Αγιακατερίνη και τα Σαμάλωνα
χωμένοι ως τα γόνατα
στο νερό και τη λάσπη.
Θέλουν να δώσουν κουράγιο
στην αδελφή τους την άτυχη
που δεν θέλει
να φύγει απ’ τον ήλιο.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
παν στο γυμνάσιο του Κάστρου
παίρνοντας γεμάτο καλάθι
με τα φυλλοκάρδια της μάνας τους
κάθε μεσημέρι απ’ το σταθμό.
Το πρωί το γυρίζουν άδειο
βαδίζοντας απ’ την αγορά
δήθεν τυχαία
για να μυρίσουν τον φρεσκοκομμένο καφέ
του Βαρτεβανιάν.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
κάνουν τη βόλτα τους κάθε βράδυ
στον Καρπασινόδρομο
και γαμπρίζουν μόνο τα κορίτσια
που θα παντρευτούν μεθαύριο
έχοντας κόκκινα γαρόφαλα
αντί για μάγουλα.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
πίνουν το ούζο
με χταπόδι που καμάκιασαν οι ίδιοι
στα πυροφάνια του Κοκκινόβραχου
δοκιμή για τη μάχη με τους Εγχειρογάστορες
της πολιτείας.
Κι άμα δε βρούν απογιαλού
πάντα ντρέπονται όταν επιστρέφουν.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
φεύγουν για Αυστραλία
ομάδες – ομάδες
με το λεωφορείο της γραμμής.
Δε χύνουν ένα δάκρυ
κι ας κλαιν όλοι τριγύρω τους.
Θα κλάψουν σα φτάσουν εκεί
αφού δε θα βρουν γλάστρες με βασιλικούς.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
μπαρκάρουν με φορτηγά και γκαζάδικα
για να λύσουν το αίνιγμα της Σφίγγας.
Κι αν μερικά μείνουν για πάντα
στην Καραϊβική ή στη θάλασσα της Ιαπωνίας
δεν είναι γιατί η μάνα τους
ξέχασε να φτιάξει ποδιές
στην εικόνα του Αϊ Νικόλα.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
χορεύουν στην πλατεία
κάθε Αγιαρμολά και κάθε Παναγιάς
και σκοτώνουν το καθένα ένα Κύκλωπα
που ήρθε να τα αφανίσει
σε ύπουλο καρτέρι.
Μετά πετούν για μια βόλτα στον ουρανό
αυτό είναι το βραβείο τους.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
κουβαλούν τους νεκρούς φίλους τους
μέσα στο μυαλό τους.
Χορεύουν γι’ αυτούς ένα ζεϊμπέκικο
όταν πολυβαρύνουν τα ματόκλαδά τους.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
πικροκαρδίζουν πολύ τις μάνες τους
που όλο είναι φευγάτα
αλλά τι φταίνε κι αυτά
αφού τους φέρνει λιγοθυμιά
η μυρωδιά απ’ το αγιόκλημα
δίπλα στην πόρτα.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
όλο και λιγοστεύουν πια
πρέπει να ψάξει κανείς πολύ
για να τα βρει αν τα θέλει.
Εκτός από τύχη που χρειάζεται
πρέπει να θέλουν κι αυτά να εμφανισθούν.










Μελισσουργός

Πολύχρωμα φορέματα
πράσινες κόκκινες και κίτρινες φωτιές
σπαθιά στον αέρα
ακονίζονται στα σύρματα
των τηλεγραφόξυλων
στο δρόμο για την Τρύγη.
Εδώ τ’ αμπέλια
και οι συκιές της πεδιάδας
μακρυά απ΄τα βουνά
και τά απότομα γκρέμνα
του Αιγυπιού.
Κι όταν μεθύσει
απ΄τις καμτσικιές στον ουρανό
τους στροβιλισμούς
τ’ ανορταλίσματα
κι από τα πάνω – κάτω
ξανάρχονται οι μνήμες οι βαριές
απολιγαίνει η καρδιά
στ’ ανθρωποπούλι το όμορφο
και επιστρέφει η μοίρα.
Κρύβοντας τότε τη ντροπή
η άλλοτε τραγική ωραία Τιμάνδρα
αποτραβιέται στ’ απόσκιωτα
στις τρύπες των όχτων και των άνδηρων
των τράφων και των ανήλιων περασμάτων
απήνεμες Ελβώ
εστίες και τάφοι
που ανοίγει με τα νύχια ολοστρόγγυλες
παρέα με τους ασφάλαγγες
απέταιρος
στο ήσυχο βασίλειο του Πλούτωνα.
Εκεί στήναμε τις συρτοθηλειές
σκληρά παιδιά της εξοχής
Νεόφρονες απ’ τα παλιά
νομίζοντας για νίκη
τον εύκολο απαγχονισμό του.
Δεν γνωρίζαμε τότε οι ανόητοι
πως απλώς μας χρησιμοποιούσε.










Αλεμονάτες

Οι αλεμονάτες στη Λήμνο
είν’ όλο βαργωμισμένοι
και αγέλαστοι
φαίνεται αυτό με μια ματιά.

Όταν ζυγιάζονται στον αέρα
ξεμετρούν του καθενός τη μοίρα
αναποδογυρίζοντας
τα φλυτζάνια των τηλεγραφόξυλων.

Βιγλάτορες ηλιοσκόποι
καλή ή κακή την τύχη
τη γνωρίζουν επακριβώς
μα δεν μπορούν
να γυρίσουν τα ρολόγια.

Στους αλεμονάτες στη Λήμνο
δεν αρέσουν τα νερά
ούτε τα δέντρα κι οι πρασινάδες
αφού είναι φτιαγμένοι
από ήλιο κεχριμπάρι και αέρα.

Γι’ αυτό τις φωλιές τους τις κάνουν
σ’ απόξυρα βράχια
και σε παλιά σχολειά
και μαθαίνουν στα λευκά παιδιά τους
πώς να πετρώνουν
τις καρδούλες τους.

Τα λεπτά τσιρίγματά τους σαν ακούγονται
όταν βουτούν στο ηλιόγερμα
είν’ ειδοποίηση για τους αρρίζικους
να πάνε πιο απάγγια.

Οι αλεμονάτες στη Λήμνο
αφήνουν χρωματιστά χαλίκια
σ’ ανεμοτάφια ασφαλαγγιών
για να ξορκίσουν τη μπόρα
βλέποντας τα νέφη να πλησιάζουν.

Μαζεύουν προσεκτικά τ’ απάλωνα
με τα γρυπά τους ράμφη
και τα σκορπίζουν στα χωράφια
καλόπιασμα στη Μάνα μας
που μας πηγαινοφέρνει.

Οι άνθρωποι τους αγαπούν
και τους παρατηρούνε
και όταν τα γοερά τσιρίγματα
τους κατασυριγώνουν
σταυροκοπιούνται μυστικά.

Οι αλεμονάτες στη Λήμνο
δεν στέλνουν όμως το σινιάλο πάντα
κάθε φορά που βλέπουν το κακό
όπως τη μέρα που έφυγε ο Γιάννης
με τη μοτοσυκλέτα.
Αξιο απορίας παραμένει το γιατί.










Η Βίσκονσιν

Τη μέρα που παραλάβαμε τη Βίσκονσιν
χτυπούσε η καμπάνα του Αγιογιώργη γιορτινά
και ένα τάγμα νηριήδες τραγουδούσαν και χόρευαν
στο ρυθμό που τους έπαιζε το κλαρίνο του Βλάση.

Γκρίζα και γιαλιστερή σαν τα βουνά του Ουϊσκόνσιν
μαύρα ατσαλένια βράγχια για ν’ αναπνέει τη φωτιά
κεχριμπαρένιο κίτρινο ποτήρι για το λάδι της
κόκκινα της φωτιάς ξενικά γράμματα για να μας ξιπάζει
από αλουμινένιο χασέ προσόψι για να σκουπίζεται.

Αγρια σαν την αμαζόνα και όμορφη σαν τη γειτόνισά μου την Ελένη
ήρθε φορτωμένη ασήμια και νικέλια
κρύβοντας μέσα της ένα γέρο Ινδιάνο
που ήθελε ταξίδι μακρυνό
για να ξεχάσει τις πίκρες του.

Όταν τη βάλαμε στο πηγάδι να δουλέψει
ακούστηκαν χίλια πολυβόλα και χίλια μυδράλια
και όλοι οι πεθαμένοι στρατηγοί σηκώθηκαν
και θαύμαζαν τέτοια βοή πολέμου.

Καμιά δεν ήταν τόσο τεράστια
ίσα – ίσα τη σήκωνε ένα φορτηγό
και μόνο εγώ μπορούσα να τη μετακινήσω
αφού πρώτα έφτυνα στις παιδικές απαλάμες μου.

Σαν φορούσε το ακριβότερο κόσμημά της
την ολοκαίνουργια μάνικα
με τα κόκκινα και μπλε χρώματα
ζήλευαν στο διπλανό περιβόλι οι μηλιές
και η μάνα μου που φοβόταν το κακό μάτι
τη ξεβάσκαινε αφού τη λέρωνε με λίγη λάσπη.

Όταν άρχιζε να βγάζει επάνω το νερό
διψασμένα προϊστορικά θηρία από τα έγκατα της γης
ξεπρόβαλαν το κεφάλι τους
να πιούν και να ξεδιψάσουν.

Τότε οι μπαμπακιές ριγούσαν από τη δροσιά
κι η κάθε στρούμπα κρεμνούσε σημαιούλες στην αυλή της
καθώς εντός της έστηναν τρελό χορό
εργάτες και τεχνίτες φαμπρικάρηδες.

Ο Απαλλάχος που κρυβόταν μέσα της
έβγαινε και καμάρωνε στην πεδιάδα
που παίζαν τα παιδιά του
κι απ’ τη χαρά του κερνούσε κουβάδες το νερό
τις αγελάδες που έβοσκαν δίπλα.

Ο πατέρας μου του πρόσφερνε με τη σειρά του
λίγη μυρωδιά από μπεζίνα
και ένα φελί από τις βόντενες
που ξάπλωναν στις αυλακιές
σαν τα κουτάβια στην εξώθυρα.

Ο Νείλος έφευγε απ’ την Αίγυπτο
και χυνόταν στο χωράφι μας
και ένας νεαρός Φαραώ μέσα στα χρυσάφια
καταδεχόταν να κάτσει κατάχαμα
να φάει ψωμί μαζί μας.

Η νεροφίδα η μόνιμη για χρόνια στο πηγάδι
τρελαινόταν από χαρά κι έτρεχε γύρω – γύρω
και τα βατράχια λούφαζαν απ’ τον τρόμο τους.
Αλήθεια πόσους αιώνες μπορεί να ζήσει μια νεροφίδα;

Και όταν με τα χρόνια άρχισε η Βίσκονσίν μας να γερνά
να ξεθωριάζει η ίδια και ν’ αλλάζει η φωνή της
κανένα σφίξιμο δεν ένιωθα στο στήθος
αφού έβλεπα το Νείλο να κυλά.

Μα και τώρα που σταμάτησε κι ο Νείλος
κι αυτή σιωπηλή σαν το παλιό το κάστρο
φιλοξενεί σφηγκοφωλιές μέσ’ στην εξάτμησή της
το ξέρω καλά πως είναι ολοζώντανη
αφού προβάλλει απ’ την κεντρόφυγγα ο Απαλλάχος κάθε τόσο
και χαιρετά με τον κουβά στο χέρι.

Αλήθεια πόσους αιώνες μπορεί να ζει μια Βίσκονσιν;
Μα η Βίσκονσιν είναι αθάνατη
δεν το γνωρίζετε;









Τα σύκα της Λήμνου

Δώρα ακριβά της Αιθερίας
στον Αιώνα
ξεχασμένα για πάντα
στη Λήμνο.
Αιμώνια σύκα.
Μελένια δροσάτα μυρωδικά.
Παιδιά πλούσια
φτωχών γονιών.
Σύκα σοφά
αγαπητικά
δωρητικά.
Σύκα λιμπιστικά
και υπερήδιστα.
Σύκα παιδιά των αττικών
σύκα Ατσικά
Κασπακινά
σύκα Λημνιά
Σύκα του Δευκαλίωνα
των Καβείρων
του Φιλοκτήτη
της Μαρούλας.
Σύκα συκοφαντών
και γαλαντόμων ημίθεων.
Η μάνα αλχημίστρια
φτιάχνει ρουμπίνια
ρουφώντας ψήγματα ασημιού
απ’ τον χαρκοπαγά
και τα πετρούζα
τις αμμούδες
τους μέλαγγες
και τον άλιπα.
Παιδιά της αμφιλύκης
δίδυμα
τρίδυμα
πεντάδυμα.
Ασπρόσυκα
μαυρόσυκα
σύκα σμυρνιά
και σύκα αντελούνικα.
Σύκα αγγελοκάμωτα
ανέχολα κι απέθαντα
αείκαρπα
αδήωτα
και αγκαλοφερμένα.
Κρυμμένα στα παχιά
φυλλένια σκεπάσματα
ξανθά ή μελαχροινά
θηλάζουν τα χειλάκια σας
σαν καλοκαιριάτικα
κουταβάκια του ήλιου.
Σύκα αλύμαντα
καθαρά
ιερά
ανάμα στον Αλκαμένη
μ’ αντάλαγμα
τη θεϊκή την τέχνη.
Τι κι αν βάρβαροι
σας σέρνουν σκλαβάκια
σ’ ανελέητα παζάρια
αδρόσιστα και ξεραμένα
τυλιγμένα σε πλαστικά ντύματα.
Εσείς σύκα σοφά της Λήμνου
τους στερείτε τη χαρά
της τρυφερής γνωριμίας
με την ανατολή.














Λήμνος

Είναι τα σμήνη των σπουργιτιών
που αλλάζουν ξαφνικά κυματισμό
και σαρκάζουν τις γεηρές υπάρξεις μας
κάθε απόγευμα.

Είναι τα φθινοπωρινά μπαμπάκια
που φουσκώνουν σαν τα εφτάζυμα
μυριάδες άσπρες τρύπες
στη δυστυχία μας.

Είναι οι αροτρεμένοι αγροί
που στήνουν τις παγίδες τους τα παιδιά το χειμώνα
σκληροί τοποτηρητές
της Σιτούς Δήμητρας.

Είναι το στραφτάλισμα των κιτρινοπουλιών τη νύχτα
στα χαμηλά κλαδιά των δέντρων
που πήγαμε με τους αέρηδες του χειμώνα
όταν αποδράσαμε απ’ την παρέα των δειπνοσοφιστών.

Είναι τα νεογέννητα κατσικάκια κάτω απ’ τα κοφίνια
που περιμένουν τις μάνες τους το βραδάκι
περιφρονώντας ανεπίφθονα
τη σειρά που στοιχιζόμαστε για τη διωβολία μας.

Είναι η μυρωδιά του Κυριακάτικου φαγητού
ντελάλης και βαρδιάτορας απ’ τον Εργίνο
μη φύγει η Αργώ
και χαθεί η ευκαιρία για το χρυσόμαλλο δέρας.

Είναι η δροσιά των φρεσκοασβεστωμένων τοίχων
απ’ όπου κόβουν τις γαλατόχαντρες οι χρυσικοί
και τις προσφέρουν δαχτυλίδια
στις λεχώνες.

Είναι το ανάσασμα των αχινών στα αλατένια βράχια
που δίνει κάθε μέρα παράγγελμα στις ανερρούσες
να κηρύξουν την έναρξη των εργασιών
στην εκκλησία του δήμου.

Είναι η φωνή που διαλαλεί ταχίνι και σαμόλαδο
και ορίζει διά χρησμού
τους διαλεχτές των σκοπιωρών
στα γρανιτένια σπίτια των Λύχνων.

Είναι τα άθολα νερά στα πετρόκτιστα πηγάδια
μυρωτικοί σύντεκνοι της Δίνης
που μέσα ρίχνουν πετραμύγδαλα τα παιδιά
αφού δεν έχουν άλογα με πολυτελείς χαλινούς.

Είναι οι καλαμιώνες στις άπετρες πεδιάδες
που νανουρίζουν τις πέρδικες το μεσημέρι
θροϊζοντας προσευχές
απ’ τα εργαστήρια μυστικοποιίας.

Είναι τα κίτρινα χωράφια στο θέρος
που παίρνει το μπάνιο της η Αχηρώ
με ακτίνες του ήλιου κι ανθέμιο
που φέρνουν οι νύμφες κάτω από πολύτιμο δισκοκάλυμμα.

Είναι οι πετρίτες που περνούν σπαθίζοντας
πάνω απ’ τα χαμηλά σπίτια
στέλνοντας τα ρίγη του αιφνιδιασμού μας
χαιρετίσματα εξιλεασμού στους Ανεμοκοίτες.

Είναι το βάδισμα γερόντων δουκενάριων
ανάμεσα στις φρεσκοαλωνισμένες θημωνιές
παρατεταγμένες εν σειρά
προς τιμήν των ανεόρταστων που λείπουν.

Είναι τα δρεπάνια των θεριστάδων
κρεμασμένα κάτω απ’ τα εικονίσματα
πολύτιμοι ακινάκες στρατηγών
μετάλλια ακριβά για τις νίκες στις πεδιάδες της Ατσικής.

Είναι το ούζο που ξεχειλίζει στις φλέβες
μέσα στα καπνισμένα λακαριά
ανισάτη σπονδή οσχοφορίων
από γενναίους σε γενναίους.

Είναι η βασιλόκοτα στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι
και οι παρέες των παλικαριών που αποθύουν
στη γιορτή της αγίας δωρεάς το άπαντον
μην και τους πιάσει ο ήσκιος.

Είναι τα ρόδια που απομένουν μέσ’ τα χιόνια
κρύβοντας επιμελώς θησαυρούς σφραγισμένους
με αργυρόβουλα της αυτοκρατορίας του πάγου
που γενναιόψυχος πάντα μας συγχωρεί.

Είναι οι ψαράδες που σβουρίζουν τα χταπόδια
στην προκυμαία του Αγιαρμόλα
κλείνοντας το μελάνι σε ακριβό γιαλί
για να γραφεί επί πέτρας η ιστορία των αφανών.

Είναι οι ορνιοί της αγριοσυκιάς
αρμαθιασμένοι με κλωστή στα θηλυκά δένδρα
για να μπολιάσουν τις Ερινύες μας
στα ολυνθικά πεδία του εγκεφάλου.

Είναι τα φουστάνια των κοριτσιών που χορεύουν
φανερώνοντας τις στήλες της Αφαίας Αθηνάς
σαν χάνονται στον ουρανό και στον ήλιο
μακάριος όποιος αξιωθεί.

Είναι το ζεστό ψωμί που ξεφουρνίζει η μάνα μου
και το βάζει μπροστά στους δώδεκα θεούς
όταν επισκέφθηκαν το σπίτι μας φέρνοντας δώρα
χίλια χαμόγελα και ένα δάκρυ.

Είναι οι γειτόνισσες που μπρουμυτίζουν τα φλυτζάνια
και ξεμετριούνται στην αυλή
αλλάζοντας τη μοίρα κατά το δοκούν
αφού έχουν φιληνάδα την Τύχη που τους κάνει όλα τα χατήρια.








Ο θεριστής ο Κώστας

(Στον πατέρα μου)

Δεν κόβει τ’ αρδίνι
με την ατσάλινη κοσά
και την παλαμαριά
παραγγελιά αρχοντική στο Δοξάτο.
Κόβει κομμάτια
το χρυσάφι του ήλιου
και πληρώνεται με άλινο ασήμι
στις άκρες των χειλιών
στη ράχη
στα μαλλιά.
Οσο το στόμα γάνιασε
τόσο η ψυχή πλημμύρισε
απ’ την πολλή παληκαριά
που ξέχειλη
δροσίζει την καυτή λάβα
και μαλακώνει τις πυρωμένες αντραγίδες
και τ’ αλύπητα βρέτσελα.
Χορός πυρρίχειος δαιμόνων
βήμα εκατό πήχες
μπόι δέκα καμπαναριά.
Παραλογίζει ο γέρο θεριστής
από την Πέργαμο
και αναχάσκουν οι μαχητές
των πεδιάδων.
Τ’ ανάκαρα χτυπά ο Αιήτης
που ήρθε βασιλική επίσκεψη στη Δήμητρα
και σταμάτησε να θαμάξει.
Προφήτες οι αγριαχλαδιές
στέλνουν ριπαίους χρησμούς σιγανά
με τις καψίδες του αθέρα.
Οι τζίτζικες σαλπίζουν
το θάμα στους πετρίτες
που εποπτεύουν αυστηρά άφωνοι
στη μυσταγωγία του φωτός.
Πέλωρα των θεών
και πέλωρα ανθρώπων.
Φλουριά χρυσά μυριάδες
από σακιά που σκίζονται από σπάθες.
Χέρια από σάρκα και φωτιά
γιαλίζουν μέσ’ τις αστραπές
κατεβασιά λιωμένου χάλυβα
σε δεκτικές χοϊκές μήτρες.
Δώστε το Τζίκο δίπλα του
και βάλτε αντίκρα κεντουρίες
κι ας έρθει τώρα ο πορθητής
ο μαύρος καβαλάρης
ο αρχιθεριστής
μα και οπότε θέλει.










Η μαμμή Πιπίνα

Ανεμος απ’ τις Δέκα Κεφαλές του Μπουρνιά
παντού και πάντα
μέσα απ’ τις χαραμάδες στις πόρτες
κάτω απ’ τα σκεπάσματα το χειμώνα
λύγιζε τα περήφανα κυπαρίσια
οι άνθρωποι αποδέχονταν σαν τη βροχή στο πρόσωπο
την επικυριαρχία της.

Αναφτε μελισσόκερο κάθε πρωί
αρχιέρεια φτωχή στο ναό της Ειλειθυίας
κι άλειφε το ανεξίτηλο μύρο στα χέρια της
απ’ το αλαβάστρινο εξάλειπτρο της Επιλυσαμένης
πριν κάνει το σταυρό της
μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς
με το Χριστό στην αγκαλιά.

Της Βενετιάς τα άμφια η τσίτινη ποδιά
κι ένα ξυλένιο ακουστικάρι
μαγικό εργαλείο
κουφωμένο απ’ τον Ερμή τον Επιθαλαμίτη
με την προνομία των ευλογημένων
να δέχεται πρώτη αυτή
Κληδόνες απ’ τους χτύπους της καρδιάς
πριν τ’ ανάτελα.

Ψηλή σαν ένας ουρανός
και γρήγορη σαν το ελάφι
φορούσε το σημάδι στη μύτη της
και οι στρατοί των παιδιών
που τους έδειξε τον ήλιο
δεινοί εξηγητές διοσημιών
ήξεραν ότι είναι το χρίσμα εκ θεών
κι όχι καμιά αρρώστεια.

Γλυκιά αννίς των παιδικών μας χρόνων
Επιστατήριος εστιών
Μεγάλη Επιστολάριος γυναικών
όλες ανηψιές
έρχόταν με το ανεμόβροχο
και έφερνε το βίδιασμα
στα σπίτια
στα πρόσωπα
στα ζώα.

Η πληρωμή ένα κρίθινο παξιμάδι
κι ένα κλαδί βασιλικός
και το κοντράτο
ερυθροσήμαντο χρυσόβουλο
υπογραμμένο με το βλέμμα των παιδιών
ότι θα είναι η αγαπημένη βάγια ετεοδμώς
εσαεί
πάντων των αιώνων.

Σαν πήγαινε στα σπίτια
να δει αν έφτασε η Ευεστώ
τα παιδιά κρύβονταν κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας
βλέποντας τη θεά Επιδώτρια από άλλη φυλή
κι οι μάνες έκαιγαν θυμίαμα το επικάρδιό τους
σαν την προσφωνούσαν ‘θειά’
και αυτή δεχόταν τις τιμές
και διέταζε τις Μοίρες
να επικλώσουν την τύχη αγαθή.

Κι όταν στο δρόμο συναντούσε τα παιδιά
περνούσε δίπλα τους τάχα αδιάφορα
όμως αυτά έβλεπαν τη θρυαλίδα στο βλέμμα της
κι άκουγαν το κοπάδι περιστέρια που έφευγε
προσευχή απ’ το στόμα της.
Είχε μυριάδες περιστέρια.
Είχε μυριάδες παιδιά.












Ο Σταύρος ο πετράς

Δεν σε πρόλαβα στη γωνία
αφού μόλις είχες στρίψει
όπως είδα μετά στα χαρτιά.
Κανείς δεν ήξερε πότε μετώκησες ακριβώς
από τη χώρα των γενναίων
στη χώρα των δικαίων.

Όμως παντού καπνίζουν
ευκολογνώριστοι οι ανεφανοί σου
ίχνη αγαλήνευτα
πατημασιές έφιππου άγγελου
στο στρωμένο χιόνι.

Μιλούν τα πελώρια αγκωνάρια
ανώφλια σε πόρτες και παράθυρα
ψιθυριστές φωνές κι άδρομα λόγια
παιδιών που ορφάνεψαν από πατέρα.

Κλαίνε τα άδρεπτα σταφύλια
στα αδιόδιστα αμπέλια
της αυτοκρατορίας των κοινοκτημόνων
το χαμό του αυγινού μουσαφίρη.

Ρήμαξε το ιερό σπήλαιο των μελισσών
ποιός τολμά να μπει
και να κλέψει το μέλι του Δία.

Επεσαν σε μελαγχολία μεγάλη
τα απολιθωμένα αδινοθήρια
εις τα τριτογενή πετρώματα της Σμούλας
καμιά ελπίδα να βγουν στον ήλιο
που έβοσκαν από παλιά.

Τιμωρία στη γωνιά οι μανέλες
οι σφήνες τα σφυριά τα καλέμια
σιωπηλά σκουριασμένα σοφά
θρηνούν τον αθεσμόβιο αφέντη των βράχων.

Διαλαλούν τα αλουργικά πετρώματα
στους τοίχους των βαρουσίων
αιώνια αρχαία γιορτή
πίνοντας άμριτα αθανασίας.

Ανασπάζονται αχείμαστοι βαρδιάνοι
πετράδες και καμινιέρηδες τη γη
σαν αναγνωρίζουν
τις λαξεμένες γωνιές και γρυπίδες.

Σιωπούν οι σιδηρολοστοί της ακουρασίας
αιγανέες ηρώων
αθυρμάτια στα χαλκά σου τα μπράτσα
με τις γιαλιστερές νεροφίδες
που αλάρανε ογκολίθους του όρους
και ανάχασκε το πέτρινο βασίλειο
στην αρχοντεία της ασυγγνώμονος ρώμης.

Οι ανυπότακτοι ατραποί
και οι μέλανες γρεμνοί
δεν γέρνουν πια το κεφάλι
άτυφοι σωροί αχύρων σε ανεμοστρόβιλο.

Οι χαράδρες δεν ηχούν παταγωδώς
ούτε βρέμουν σιδερένιοι γαβιάληδες
κομματιάζοντας σκληρά τη γαία μάνα
δειροτόμοι χαλασμού όπως τότε
ιχνεύμονες του Ιαπετού.

Χάθηκαν οι χορευτές των ειλοπεδίων
και οι ανασγαρλιστές των εκγλυφών
μαζί με τον ιεροσκόπο των βράχων
και τον γητευτή της αετόπετρας.

Οι κουρσευτές των εγκαταβιωμάτων
δεν φέρνουν τα έναρα σε σένα πια
για να πάρουν το εύγε
απ’ τον εμπυρευτή των συμπαγών όγκων.

Μόνο καίνε θυμίαμα πότε – πότε
στον ηφαίστειο ελελίχθονα
στον απόντα των κορυφών
και λαφυραγωγό των ηλέκτρων
σε σένα Σταύρο Μπουρμά
παππού μου γνωστέ άγνωστε.

















Γιώργης Ταμπάκης

(Στο Γιώργη Ντινενή)

Ασβεστόλακκοι φρέσκιοι που βράζουν
κι ένα καλάθι κόκκινα σταφύλια απ’ του Βέργου
όπου η καρδιά.
Αρμιδιές για μουγγριά
απ’ τα μουστάκια
δίνοι αμβύκων που ψύχουν το ρακί
απ’ τα μαλλιά.
Μυρωδιά από απύρι
φύκια στον άμμο
και γιαλαστιβιές
στον καρσιλαμά της πλατέας.
Ένα κεφάλι σκόρδο στην τσέπη
αντί για δεκάργυρα και βιβλιάρια τραπέζης.
Ακτήμονες άοικοι και βασιλιάδες η παρέα
ο Βρόντης ο κύκλωπας και ο Αντρέας ο Κλικάς.
Σαλπιγκτές του βουκίνου
σείουν το διάραχο του Αϊλιά
και το καμπαναριό της εκκλησίας.
Σημαίες αναπεπτασμένες
κόκκινες της φωτιάς
στα βουτσινάδικα και τα ταβερνεία.
Εξήνιος Βάκχος δίψακας
με σκυθικό τον τρόπο
παράδεισος για γενναίους
γυναίκες και κρασί.
Ερμής ανεμοπόδαρος με τον “Αλκαίο”
πεσκέσια στις γιορτές
κολοκυθόπιτα και ζουμπούλια
κι ολόασπρους γλάρους θαλασσινούς
να πετούν.
Ξόρκια με τους ανθρωποδαίμονες
μουντζούρα και καλή καρδιά
στο τυχερό ποδαρικό της πρωτοχρονιάς.
Να τρέξει η βρύση
και να βάλουμε τις κλώσσες.








Τα σαλιγκάρια

Βγαίνουν για σαλιγκάρια
τη μέρα με τη βίδια
Σαμακιές ή Παλιά Πορτόρια
στους τράφους
στα νιάματα
στους όχτους και στους βάτους
κατά τους νόμους της σαλιακοεσοδείας.
Μαζί μπακράτσια και σεφερτάσια
ή πλαστικές σακκούλες
υποδήματα τάδε πολυτελείας.
Τιμωρημένοι εσαεί στην άγνοια
του ταξιδιού της μύησης
μοναχικών αλαφροϊσκιωτων
ξυπόλυτων νυχτοκόπων
που στήνουν καρτέρι στη γυμνή Ηώ
που θα φανεί σε λίγο
πάνω σε άσπρα άλογα
που αναφρουμάζουν.
Φόβος γι’ αυτούς τους άλλους
μη δεν προλάβουν και βγει ο ήλιος
κανείς
αφού καιροφυλακτεί ο βαθύσκιος
των φύλλων της συκιάς
και τ’ ακοίμητα μάτια
απ’ τις δροσοσταλίδες των κλαδιών
κι άγρυπνοι φρουροί σιλεντάριοι
οι σκοτεινοί καλαμιώνες με τις όρθιες σάρισες.
Η βροχή ξεπλένει πάντα
την πηχτή κόλλα του εξανδραποδισμού
και φαίνονται
οι άγριες μέλισσες των άμμων
Ερινύες ανέλαιες μα ανθρωποσώτειρες.
Κι οι μουσκεμένες αμυγδαλιές του κάμπου
πραϋντική παρέα των κατάμονων
θα απομετρήσουν
το μέγεθος του εξιλεασμού
και θα θυσιάσουν
το μοσχολίβανο του λευκού νότου
αφαγνισμός ασκοφόρων Βαλκυριών
που παρελαύνουν
στις καθημερινές γαστέρες.
Τότε μπορούν σιγά – σιγά
αυτοί οι άλλοι
διάβροχοι
χαιρετώντας τα δωρητικά βάτσινα
προσδοκώντας το ουράνιο τόξο
των εδεστών η καταφρόνια
να γυρίσουν.
Αυτοί ποτέ δε θα νιαστούν
για σαλιγκάρια.










Νύχτα


Η ανοιξιάτικη ασπροβολή του φεγγαριού
κρατά αστάφνιαστους τους φευγάτους
το στήθος φουσκώνει σα διάνος
βόλτα στα πράσινα σαθήρια
λαμπαδηφορία σε γιορτή βάκχου
διασκορπίζει την ασβόλη ασελάγητων περασμάτων.

Η κορμοστασιά της λεύκας στην αυλή μας
μεταλαβαίνει ψήγματα γλαυκοκερινίτη
και κάνει τραγούδι στο νυχτερινό άπειρο
τις μαρμαρυγές εκνέφελων αστεριών.

Αγαθοί καρβουνιάρηδες με λαμπερά πρόσωπα
ετοιμάζουν την κάγκανη παρηγοριά της αύριον
κι οι ευδαίμονες των φτωχόσπιτων δεν μαργώνουν
φιλοξενώντας την προσδοκία του λίβα.

Οι τουρλίδες δεν μπορούν να κοιμηθούν
λεηλατώντας την επιτηδευμένη αθωότητά μας
η συνενοχή μας γίνεται αυταπόδεικτη
στο αρχίνισμα του ψιθύρου.

Η λεοντόθυμη κουκουβάγια στη σκεπή μας
τρομάζει τις Λάμιες που παραγανεύουν
κι η ολόλευκη Σπίθα που αφουγκράζεται εκστατική
φρουρός ανίκητος
γαυγίζει στην παιδική φαντασία μας.

Η αγριοτζιτζιφιά στο περβόλι μας
πετάει ανόθευτα τ’ ασήμια της
στο ήσυχο ανεμοσάλεμα
ραντίζοντάς μας το θάρσυνο έλεος
μέσα στο φοβικό σκοτάδι.

Οι νυχτερίδες που πετούν αχαλίνωτα
μαγγανευτές γαυριάδων καλαμοφόρων
προσφέρουν γνώση τυχαίου με φρίκια
πριν κρυφτούνε χαιρέκακα στα λυγαία τους άντρα.

Κασκατζίνες κορυστές άγριοι
τζιτζινίζουν τ’ αυτιά μας με σέβας
και χλευάζουν τα κέρδη των αργυραμοιβών
σαν κλειστούν στα σπιρτόκουτα της αιχμαλωσίας.

Στις ερεβενές άκρες των δρόμων
κρύβονται αγαλματοποιοί μαρμαράδες
σκαλίζουν όλη τη νύχτα ατθίδες
που θα φανούν το πρωί με τα λαγήνια στους ώμους.

Οι στέφανοι των νικησάντων αθλητών
στις χρυσές αρένες του θέρους
αναπαύονται στα χέρια ελεημονητικών Λημνιάδων
που αντιπροσφέρουν λησμονοβότανο
με ένα τους απαλό χάδι.










Atlantic Empress 19/7/1979

Το σούρουπο κακάνιζε λαμπρό
και τα τραγούδια σιγοψήνονταν
στα στόματα της αθλιψίας όταν
εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού
στις απογευματινές ειδήσεις
και το δωμάτιο πλημμύρισε
αγνοούμενους και νάφθα.
Χέρι σταχτί στο χρώμα της ομίχλης
τεράστιου κακού δαίμονα
αγιούπησε τη γη που πατούσαμε
και έγινε η μεγάλη καμπή αιφνιδίως
δια παντός
τότε
εκεί.
Η άσχημη Γοργώ έφευγε αστραπή
ποδιά ανασηκωμένη
φρεσκοκομμένες άγουρες ψυχές
προσφορά σε ανόμια Αγριώνεια.
Σφυρί και αμόνι
Αλγηδόνες μαύρης θάλασσας
όρθιες γρηγορείτε
μη μας αφήνετε στιγμή.
Αμάρτυροι και ακέρωτοι
εκδικηθείτε μας με κόκκινο
αυτές οι κλεψύδρες οι αμφίπυλες
δεν τελειώνουν
τροφοδοτούνται απ’ τον ωκεανό.
Τί δουλειά είχαμε με τον Ποσειδώνα
στην Αναϊτιδα εμείς πάντα θυσιάζαμε.
Ανείκαστο το σκηνικό διαιωνίζεται
κι ανδριεύει στα μάτια η απρεινιά
απέραντο το μαύρο
μόνο μαύρο
η μάνα ένα χρώμα μαύρο
αγαπημένο μαύρο πια
παρηγοριά και βάλσαμο.
Ανταγιάντιστα τα βαλτερά βλέφαρα
βαστάδια από καντήλες οι συνειρμοί στο κάθε τι
στέφανα στη χαμοζωή
σταφύλια στρατοκόπου.
Υφαντικός ιστός πύρινος
βρόγχος ουρανού και γαίας
λάμψεις των κεραυνών
άγριο βρόττειο σβάρνισμα
δικαιοτάτων Ιππομολγών
κανενός τη δόξα δεν ακούμπησαν.
Γαλάνια στην ακρογιαλιά
από πού να ήρθαν επισκέπτες
θρυμμάτια που διακεντούν το βρέγμα
διομηνίας άγριας.
Τελείωσε ο ελλέβορος.
Εμπεδορκεί αειθαλής η καταφιά
σφυρηλατεί κι αγνίζει
ανεμερές οι σκέψεις της ημέρας
το βράδυ θα έλθει ο Επιάλης.
Θεοί Επιβατήριοι ανύπαρκτες φενάκες
δειπνήστε με αυταπάτες
έφυγαν οι Επίγονοι
δε βρήκαν τείχη να γκρεμίσουν.
Αγρια εριώλη
κομμάτια οι ηλίανθοι
ηφαίστεια αναβλήματα
σποδός παντού σποδός
σποδός εσκέπασε το είναι μας
και τις ελπίδες όλες.















Καταιγίδα

Λίχνισμα στα διπλά τζάμια
φυμέ αποκρυστάλλωση
πέπλο υδαρές διασχισμένο μόλις στην ορατότητα.
Στηρίγματα του κόσμου
πετρώματα εκρηξιγενή
ιστού πορφυριτικού
μολυσμένα απ’ τα μπετά των εργολάβων
και τις σταχτιές υπογραφές καλαμαράδων.
Πομπή αρχαίας όρχησης μιμικής
στα καφεδιά νερά
φαλακρών ασφαλτοστρώσεων
ρέει ανασώζοντας αποτσίγαρα
χρυσόχαρτα
κόπρανα σκύλων
και ένα ρίγος μόλις υποσημαινόμενο
απόλυτη υποχρέωση να ξεχαστεί πάραυτα.
Εντός της αυτονόμου θερμάνσεως
οι εφεδρείες καταναλώθηκαν
και τ’ ανθοστάγματα των air condition
γέμισαν λετζιονέλλες και υποψίες μαύρες
αφού ο Αντάρης χάθηκε
καθώς και όλος ο αστερισμός του Σκορπιού
με τη ζωηρή λάμψη
χλώμιασε στους λαμπτήρες από νέον
που αντικατέστησαν τα μέλη μας.
Ώ ανόλβιοι των ψεύτικων χαμόγελων
φτωχοί με καταθέσεις
αποτυμπανισμένοι με διαφημίσεις τηλεόρασης
αποστραγγίδια της βροχής στις στράτες
που νομίζετε πως τις ξέρετε.
Ανασβολιασμένοι της τύχης
αφελείς ινδιάνοι
που σας εγέλασαν άποικοι σκληροί
με ένα καθρεφτάκι πονηρό
που έδειχνε άλλο πρόσωπο
και ένα φόβο
στην άνθηση των ρόζων της απαλάμης.
Οι βροντές τώρα πια
δεν ανατραντάζουν τα σύμπαντα
κι οι αστραπές δεν φρικιούν στο δέρμα
των μονομάχων της κατάφρακτης τεχνολογίας
στις ανδρηλατηθείσες
πολιτείες της απουσίας.
Δεν θα δείτε τώρα
το νεανικό πρόσωπο στα τζάμια της φυλακής σας
ούτε το ξανθοκέφαλο παιδί των χωραφιών
μα μόνο φιγούρες
με πίσσα στη θέση των ματιών
και ξένους άγνωστους οικείους εαυτούς
σ’ ανέκβατα μονοπάτια
και σε ανέλαιους καθεδρικούς ναούς
που υμνούν θεούς από μέταλλο και νάυλον.
Εδώ τα ζώα είναι άφαντα
για να τα προλάβετε από τη χαλασιά
δεν έχει μικρά ορνιθόπουλα
που τα παίρνει η συρμή
ούτε γαλαθηνά αρνάκια
να φοβούνται την μπόρα.
Οι σταφίδες σας είναι σε σακουλάκια στο ράφι
και τα μπαμπάκια των φαρμακείων
δεν έχουν ελπίδα στην αγωνία σας.
Οι πατεράδες μετακόμισαν
σε καλοδουλεμένες φωτογραφίες τοίχου
γι’ αυτό δεν πιάνουν το χέρι σας
και σεις δεν είναι χρεία
να τρέξετε στο ανεμοβρόχι νικητές.
Μόνο τα δάκρυα ξέχασαν να σας πάρουν
στα μάτια σας είναι
αυτά έχετε μόνο
άστε τα να τρέξουν
κακόμοιροι.
















Σήμερα

Μέσα στους ταριχευμένους βάλτους
παρελαύνουν οργισμένοι βαρανόσαυροι
και έχιδνες
αφού δεν ήρθαν οι βουνίτες
που ποτέ δεν εκόμπασαν
για τα δεκάζυγα που όδήγησαν
στων προπάππων τους τα χωράφια.

Ολοι οι ευνούχοι που υπηρέτησαν την Κυβέλη
δεν ξελάκισαν αμπέλια
ούτε πότισαν μπαμπάκια
αλλά κρατούν βάκυλα Ρωμαίων αυτοκρατόρων
στα δημοσιοϋπαλληλικά γραφεία
και με οργιαστική μανία βαλαντώνουν
μέχρι τελείας εξαντλήσεως
στα τσιφτετέλια των παναγυριών.

Οι αποστατικοί άμβυκες έπαψαν
να λαμπικάρουν ρακί στα λακαριά
απ’όταν αναβλήθηκαν οι εκδικαζόμενες πράξεις
λόγω εξοιδήσεως ουρανίων φαινομένων
στην εμφάνιση υαλομπούκαλων
βιοτεχνιών του ποδαριού.

Πού να βρεις τους εν πολέμω φονευθέντες
έφυγαν απ’ τη θάλασσα
μακριά από προσβολές των εξαγορασμένων
χαιρέτησαν τους φοίνικες με τους υψηλούς κορμούς
επιφανείς πλέον απόντες.

Οι κεραμείς χαθήκανε από την πεδιάδα
μάταια εκοπίαζαν για να μας συγκινήσουν
ο κατά κεφαλήν ψόγος παραγράφηκε
μέσα στις φροντίδες των κερδεμπόρων.

Τα ηλιοτρόπια του Ωκεανού
δεν πεθαίνουν από την πείνα πιά
αφού έκαναν επάγγελμα τα πάθια τους
παρασυρμένα από την Λευκοθόη κασαυρίωση
μέσ’ τα μπαράκια στο δρόμο για τα Θέρμα.

Τα γιατάκια των πλαγινών αράχνιασαν
σαν αρχαία κολουμβάρια νεκροπόλεων
απ’ όταν οι συμμεσακάρηδες της φαρμακείας
ανέβηκαν στα βάθρα της καταξίωσης.

Τα κονσούλτα των ειδικών της πετροχημείας
δεν μπορούν να λύσουν τα μάγια στο ψωμί
που άνοσμο αργοπεθαίνει θνησιγενές
σε άνοσμα θνησιγενή χέρια και στόματα.

Οι αρχιτρίκλινοι στα πλούσια σπίτια
έγιναν πλέον γαμπροί περιζήτητοι
πασαλλειμένοι την αμόργη της μάκαινας
φουσκώνουν τα μαρσύπια των νοδάρων.

Η ευγενής όψη και το παράστημα
αντηλλάγησαν με τις πληρωμένες θέσεις στο θέατρο
και οι διφρηλάτες των κάμπων
επιφορτίστηκαν με την περιφορά δίσκου
στις εκκλησίες δολερών οφθαλμών.

Στα ασιδήρωτα νερά των λουτροκαμπινέδων
κατοικούν μόνιμα οι Σαπίες
και η μελαγχολική Δωτώ
έφυγε απ’ τα ρυάκια
μην αντέχοντας την αγρύπνια
από τον βόμβο των ειλυθμών
και των ειργμοφυλάκων με προσωπίδα.

Στους χέρσους αγρούς
λαμβάνει χώρα η εκβοτρύωση της καρδιάς μας
πληρώνοντας από πολλού χρόνου
τον έγγειο φόρο
για την φορβεία μας από εκτρωδάκτυλους
ως κόσμημα και στολίδι καμαρωτό.









Θύμιση

Δεν σε επήραν τα νερά
θύμιση πεισματάρα Aτσικιώτισσα
δεν τη φοβάσαι τη φωτιά
κι η θάλασσα εσένα δεν σ’ αγγίζει.
Ανθός γλυκός σε μέλισσες
φωλιά σου αγαπητική
έγινε το μυαλό μου.
Με κίτρινο πουκάμισο
τη μπλε σου τη φουστίτσα
κι εβένινα σγουρά μαλλιά
έρχεσαι κάθε τόσο
και το γυναίκειο άρωμα
τη νύχτα με ξυπνάει
για να σε πάρω αγκαλιά.
Οι κράντoρες οι ευτυχείς
τέτοια χαρά δεν έχουν
κι ας είσαι μόνο θύμιση.












Πατρίδα ερωτική

Αλλόκοσμη εξώκοσμη δική μου
Το λείο σου κεφάλι ροδάκινο στο μάγουλο
Τα μάτια ηλιοστάλαχτα φίλντισι και μαστίχα
Εδύσανε οι ίριδες πίσω από χαρακώματα
Η ξιφολόγχη αερινή στο κούτελο ανεμίζει
Τα μαύρα χείλη σου μακαρισμός
Κι από τ’ αυτιά σου κρέμονται πορείες μετανοητών
Αστράφτουν μαλαχιτοπράσινα νερά
Στους λόφους του λαιμού σου
Έβαλαν τα σημάδια επάνω σου οι μοίρες
Τα δέσανε καλά με ηφαίστεια λάβα
Απ’ τους ανασασμούς του Μόσχυλου
Στηθήκαν οι μαστοί σου ιεροί ναοί
Θέλγουν προσκυνητές καλούν απίστους
Βιονικές αόρατες χορδές πυροδοτούν μυρεψική
Στα χέρια το κηρόμελι Λαμπρή μέσ’ τα θυμάρια
Ναματερό ο αφαλός που ξεδιψώ
Σκηνοποιός στην έρημο
Κι ανάμεσα στις ρίζες των μηρών σου
Το μύχιο χιλιόκαρπο κέρνος των Κορυβάντων.










Φθινοπωρινό βραδάκι

Γαλάζια μου ομίχλη εσύ
το φώτισμα στο κέντρο
από το λαμπογιάλι
που ξεκάπνισε η μάνα μου
οι κροταλίες παγεροί
με κεφαλές σοφών
στον ουρανό ανεβαίνουνε
ανάμεσα σε κάτασπρες
λαμπρές τσελιγκοφουστανέλες
κρανία από γρανίτη γκριζωπό
και τα καπέλα τα κεραμιδιά
με το ματάκι και τη φιδίσια γλώσσα
πατούμενα αέρινα
γλαρόνια σε κατεβασιά αφρόψαρων
τετράγωνες εικόνες
παράθυρα σε ολόλευκα μυαλά.















Ζεϊμπέκικο μέσα απ’ το ποτήρι

Τα απλωμένα χέρια χωρίς δάχτυλα
το ένα κλαδί ξερό δεντριού
το άλλο ανεμοδείκτης μυτερός
και το κεφάλι έγινε
μια σφαίρα στρογγυλή
όλο μια βίδα που γυρίζει.
Το ένα πόδι το δεξί
στην άσφαλτο ανοίγει τρύπες
το αριστερό με πέντε ναυμαχίες
το παίρνει ο αγέρας του Σεπτέμβρη
κόβεται η μέση
από γέφυρα λεπτή φωτιάς
μικραίνουν τα βουνά
κι οι κορυφογραμμές
το νοητό σημείο τ’ αφαλού σου σημαδεύουν.
Αρχοντικά τσακίσματα
κι ο ήσκιος παλαμάκια
ανάμεσα στα χέρια σπίτια και μαγαζιά
κι απ’ τον βραχίονα κρατιέται ένα ζέπελιν.
Θέα που κόβεται κομμάτια
από ένα σιδερένιο τραπεζάκι καφενείου
δύο ποτήρια ούζο
κι ένα πιατάκι με ελιές
μπουγάζι του πελάγου
πετά απάνω σε ζωνάρια.
Έρχεται ατσάλι χαιρετά
φιλώντας ως την προκυμαία
κάτω απ’ την σκοτεινή πλευρά
σκάψε θα βρεις πλακάκια με μαιάνδρους
οδήγημα στα πάθια της φυλής
τα κοιμισμένα σαν μωρά
μέσα στα λίκνα των κυττάρων.

















Aγρια κατάρα

Εφύγατε μια νύχτα σκοτεινή
όμορφοι Αμορραίοι των αγρών
μια υποψία χαιρετισμού
και ένας κόμπος άγρια φυλακισμένος στο λαιμό.
Κακοί θεοί σας εκδικήθηκαν με άσχημη κατάρα
τα αμμωτά αρχίνησαν να τρέχουν
ο μαύρος ωκεανός χαμογέλασε ευχαριστημένος.
Δεν θα ξαναμετρηθείτε σαν παλληκάρια με τον ήλιο
δεν θα σας σέβεται το χώμα πια
τα στάρια δεν θα τα ξανεμίσετε ποτέ
δεν θα σας στεφανώνουν χρυσά άγανα
το μέλι θα πετρώνει στα κουβέλια
τα σταφύλια θα μαραγκιάζουν πριν γινούν
και η βροχή δεν θα φιλά τα μάγουλά σας.
Το καθαρό σας πρόσωπο θ’ αλλάξει
με ξενικές στολές τα μπράτσα θα καλύψετε
η περηφάνεια η ατίθαση θα σβήσει
δούλοι θα είστε σε πονηρά αφεντικά
ολημερίς θα σέρνεστε σε θλιβερά γραφεία
θ’ ανακατεύετε χαρτιά θα κάνετε υποκλίσεις
θα λέτε ψέματα πολλά
τα πιότερα στον εαυτό σας.
Μέσα σε ψυχρά εργοστάσια
η καρδιά σας θα παγώνει
σταχτιά θα είναι τα Σάββατα
και οι Κυριακές σας δεν θάχουν μάνα
δεν θάχουν αδέρφια
δεν θάχουν τη γειτόνισσα με το χαμόγελο.
Θα ζείτε με λογαριασμούς
βιβλιάρια τραπέζης θα φυλλομετράτε
τη μυρωδιά του καφενείου του χωριού σας
θα την ξεχάσετε πώς ήταν
τι γεύση είχαν τα λουκούμια
πώς ανοίγει ο ανθός μιας κολοκυθιάς
μπροστά στα μάτια σας
και πώς ακούγεται η καλημέρα το πρωί
απ’ τους καλούς ανθρώπους.
Θαρθείτε ύστερα από χρόνια
με τα τραντζίστορ σας και με τα κρεμαστά
με τα καλά τα ρούχα
με το πλυμένο αδειανό μυαλό σας
και με τ’ ασπρουλιάρικο χρώμα σας.
Θα σας ρωτούν πού είσαστε τόσο καιρό
και πώς περνούσατε εκεί
και σεις θα λέτε στα φευγάτα
πως ζούσατε στον τόπο τον καλό
και πως καλά περνούσατε.









Στο σταθμό των λεωφορείων

Κόκκινα άστρα μέσα στο γαλαξία
Λιωμένος χάλυβας ρέει στους ώμους τους
Εσταυρωμένοι περήφανοι με το κεφάλι όρθιο
Κάτω απ’ τις γρυπίδες του πουθενά
Όλα τα χέρια καρυδιές
Κι ελεφαντόδοντο όλα τα πρόσωπα
Μάτια δελφίνια στον ωκεανό
Δεν σκιάζονται από γκριζόασπρα σκυλιά σε φέρμα
Λάβαρα ανεμισμένα οι ίδιοι αντί για λάβαρα
Όπλα το βλέμμα και η περισυλλογή
Το κοκκαλάκι στα μαλλιά ακορντεόν τον Αύγουστο
Καπνός τσιγάρου ο κουρνιαχτός της μάχης
Θηλάζει ο ανθός ο τρυφερός
Γάλα από πέτρα από σίδερο κι από βουνίσιο αέρα.











Mη ξεγιελιέστε

Μη βλέπετε το αργό του βάδισμα
στο δρόμο και το ελαφρό λαχάνιασμα
ακούστε τον άνεμο
που φυσά στα πόδια του.

Μη σας ξεγελά η χοντρή κοψιά του
και οι ρυτίδες κάτω απ’ τα μάτια
προσέξτε την πυρκαϊά που καίει
στους λόφους της αρχοντιάς του.

Μη μπερδεύεστε με τα λίγα λόγια του
ούτε με τη συγκατάβαση στο κούνημα της κεφαλής
δείτε τους επαναστάτες πάνω στα άλογα
κι αυτόν μπροστάρη μέσ’ στην αντάρα.

Και μην πείτε και μεις θα γίνουμε έτσι κάποτε
αυτό θα είναι λάθος
ποτέ δεν θα γίνετε σαν αυτόν ούτε κοντά θα περάσετε
ακόμα κι έτσι που είναι.












Τα παιδιά των χωραφιών


Σας γνωρίζω μέσα στο τρόλεϊ
καθώς ο πρωινός ήλιος χτυπά στα μαλλιά σας
απ’ τα στάχια που προβάλλουν
κρυφά – κρυφά.

Σας γνωρίζω στο δρόμο
απ’ τις μεγάλες δρασκελιές σας
πάνω απ’ τα ρυάκια
του κάμπου σας.

Σας γνωρίζω στο γραφείο
καθώς ανασηκώνετε το ρουθούνι σας
να οσφρανθείτε το απύρι απ’ τα ηφαίστεια
των κρασοβάρελων.

Σας γνωρίζω στο γήπεδο
σαν κάθεστε αμίλητοι και
δυο ρόδια φυτρώνουν
στα μάγουλά σας.

Σας γνωρίζω απ’ την κουβέντα σας
που φέρνει τρέχοντας τ’ άλογα
για να χαϊδέψετε
το μέτωπό τους.

Σας γνωρίζω απ’ το κούτελο το περήφανο
και απ’ το συμβόλαιο της χειραψίας σας
τα κρυστάλλινα ναι
και τα κρυστάλλινα όχι.

Σας γνωρίζω απ’ τους κήπους
με τ’ ανθισμένα γαρύφαλλα
που στολίζουν τα κύτταρά σας
σαν χαμογελάτε την καλημέρα σας.

Σας γνωρίζω απ’ το πυρό βλέμμα σας
που βάφει κίτρινους τους κάμπους
σαν κοιτάτε έξω απ’ το παράθυρο
και καλοκαιριάζει ο κόσμος.

Σας γνωρίζω ό,τι κι αν κάνετε
σας γνωρίζω όπως και να κρυφτείτε
σας γνωρίζω παιδιά των χωραφιών
φίλοι και όμοιοί μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: