Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Ποιητική συλλογή «Από τη Λήμνο θερμαστής στο θωρηκτό Αβέρωφ» Εκδόσεις «Αγιαρμόλας» 2003



Στη μνήμη του πατέρα μου Κώστα Τραγάρα


Η αφορμή για να γράψω τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα ήταν οι διηγήσεις του μακαρίτη του πατέρα μου, ο οποίος είχε υπηρετήσει τη θητεία του ως θερμαστής στο θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ». Μεγάλη εντύπωση μου είχε προκαλέσει η υπερηφάνεια και η τιμή που ένιωθε γι’ αυτό. Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι από ένα μεγάλο κάδρο, που ακόμα είναι κρεμασμένο στην «καλή κάμαρα» του πατρικού μου σπιτιού. Ανέφερε αναρίθμητες λεπτομέρειες για το καράβι, αλλά και τη ζωή των ναυτών πάνω σ’ αυτό. Για τα πυροβόλα, το λεβητοστάσιο και τις μηχανές, τη θωράκιση, τις κουκέτες, για τα γυμνάσια, τις προφυλάξεις που έπαιρναν στις ομοβροντίες του «Αβέρωφ», για το κάρβουνο με το οποίο τροφοδοτούσαν τις φωτιές, για τη φοβερή ζέστη που επικρατούσε, για το πώς τον κατέβαζαν αυτόν να «ταΐζει» τη φωτιά, όταν έπρεπε να λειτουργήσουν στο φουλ οι μηχανές, επειδή ήταν πολύ δυνατός άντρας, για τα συγχαρητήρια που έδωσε ο ναύαρχος του στόλου μετά από μια άσκηση ειδικά στους θερμαστές και άλλα πολλά, που δεν τα θυμάμαι όλα. Επίσης θεωρούσε το ναυτικό πιο δημοκρατικό σώμα και γι’ αυτό κατά κανόνα υπηρετούσαν σ’ αυτό νησιώτες, που ήταν δημοκρατικοί.
Αυτά τα δυνατά και σκληραγωγημένα φτωχά παιδιά των νησιών, μετά τη θητεία τους, συνήθως ακολουθούσαν το επίπονο και μη ανταποδοτικό επάγγελμα του ξωμάχου αγρότη, είτε γίνοταν ναυτικοί, είτε ξενιτεύονταν. Σε όλους αυτούς τους ταπεινούς, εργατικούς και τίμιους άντρες αυτής της γενιάς, που ελάχιστοι πια υπάρχουν στη ζωή, αφιερώνω αυτό το ελάχιστο ποιητικό πόνημά μου.

Σταύρος Τραγάρας






















Νιότη

Ναι, χαμογέλα το γελάκι σου
χέρι στη μέση
και τα σοσόνια σταυρωτά.
Ζώντες και τεθνεώτες
γιατί να λογαριάσεις
ψιθύρους χαιρετίσματα
σου στέλνει η σελήνη
άκου τους θρόες των νεφών.
Τα μυστικά του χρόνου
αργούν κι αργούν
να γίνουν πρόεδροι δικαστηρίων.










Από δω πέρασε ο Κώστας

Ε συ αργάτη του σταριού
περπάτα κατακόκκινος
φτερούγισε ξυπόλυτος Κάβειρος
δίπλα στις αρχαίες κόρες
δίδαξε τα ιερά βιβλία της γης.
Αγεροδαίμονα της Σμούλας
σήκωσε την κοσά στον ήλιο
χάραξε τους ορίζοντες
πάρε το μερτικό σου απ’ το αλάτι.
Ο φίλος σου ο Ωρίωνας
με τις μισές ματιές του
μέθυσε εκεί ψηλά να περιμένει.
Ασπρόγλαροι ακολουθούν τις αυλακιές
και το καμτσίκι σου ορίζει τη μεθόριο.
Ε δαμαστή του χώματος
πες τους να το θυμούνται
πες τους
πως από δω επέρασε
ο Κώστας.









Θερμαστής στο θωρηκτό «Αβέρωφ»

Εδώ πάνω γεννήθηκα
στο γκρίζο ατσάλι
απ’ τα καζάνια φύτρωσα
απ’ τη φωτιά κι απ’ το λιγνίτη
μάνα δεν έχω εγώ
πατέρας δε μ’ ορμήνεψε
δάκρυα μόν’ στο φίλο μου
στο σταυραδέρφι το καράβι
με μια καρδιά
με μια κοινή ανάσα.

Αυτάδελφε του αίματος
μούγκρισε το βαροψύχι μου απόψε
στους ερεβένιους λέβητες
λιώσε τα γέλια των δειλών
και την αφράτη τύχη τους
κάψε τους μαύρους λογισμούς
τους ήσκιους διώξε
που στήσαν γύρω μου χορό
τη νύχτεια σου παραμυθιά
δώσμου με το χαλκό σου
ποτές βοσκός στο στοίχισμα
ποτέ αδερφές μου δούλες
μάνα χωρίς ψωμί ποτέ.

Εδώ πάνω γεννήθηκα
απ’ τα καζάνια φύτρωσα
απ’ τη φωτιά κι απ’ το λιγνίτη
κι όσο θυμούμαι
πάντα για πάντα
ήμουν ο θερμαστής
στο θωρηκτό «Αβέρωφ».









Με τα παιδιά της Γαίας

Βιγλάτορα των αρμυρών νερών
δράκε και λιόντα ακίνητε
πνόϊσε την πρωινή σου πάχνη
που μου τρυπά τα κόκκαλα
ξετύφιασε το νου μου
λάμψε μου λίγο λίγο
της θάλασσας το φέγγος
άνοιξε τις καστρόπορτες που περικλειούν
το είναι μου
ζώντων πλασμάτων τις φωνές
ν’ ακούσω σιγανές
σπάσε ορίζοντες
σπάσε αλλόχρονους καθρέφτες
πάλι θα μεθύσουμε απόψε
με τα παιδιά της Γαίας
δραπέτες κάθε βραδυνή
από τον Τάρταρο.









Απ’ το κάδρο

Τι με κοιτάζεις απ’ το κάδρο σου
τι μου κουνάς τη νιότη σου
και τη στολή σου την καινούργια
αλλοτινέ μου εαυτέ
αυστηρός κριτής και μάντης βουκινάριος
που βγάζεις διαμαντεύματα κι ορίζεις
με τη σκληρή πετρένια σου καρδιά.

Και γω επέρασα από κει
Κάβειρος της φωτιάς
και δουλευτής της θάλασσας
και το πηλίκιό μου έγραφε «Αβέρωφ».

Τώρα τον μπάρκο μου τον τελευταίο ψάχνω
το γιο μου το μικρό
που μαύλισε η θάλασσα
που πήρε η φωτιά
να συναντήσω
μα ο «Αβέρωφ» γέρασε
κι οι θάλασσες με διώχνουν
μόν’ του μεγάλου ποταμού
τα κρύα και θολά νερά
μου γνέφουν χαμογελαστά.

Μη με κοιτάζεις απ’ το κάδρο σου λοιπόν
μη μου κουνάς τη νιότη σου
και τη στολή σου την καινούργια
και γω επέρασα από κει
και μένα το πηλίκιό μου έγραφε
«Αβέρωφ».








Ταξίδια του νου

Στου αρχιπελάγου τις καντρένιες πολιτείες
ταξίδεψέ με απόψε
αδερφούλα μου Σελήνη
φύσα θρακιά απ’ το Μπουρνιά
κράτα με ξύπνιο απόψε
πάντα αυτή την ώρα έρχεται
σκοτεινιασμένος εναέριος
ο γίγας των νερών ο καρτερόθυμος
με τους καπνούς του
φρεσκολουσμένος σε ηφαίστειες ακρατοθέρμες
με τα φουγάρα
με τα κανόνια
και με παίρνει.

Άγιε Νικόλα θρηνητή
διώξε τις Κήρες που με έζωσαν
διώξε τις Ερινύες
τις σάρκες και το νου μου που σπαράζουν
πιότερο απ’ το χρόνο
τι όρκιος ιδαλγός εγώ για πάντα
παρέμεινα.

Ωχρή αδερφούλα μου Σελήνη
γαλήνεψε τον τόπο
κάντον να έρθει απόψε
έχω χαζιρεμένες τις φωτιές
που οι Εργάτωνες μου δάνεισαν
για κείνον και για μένα.









Οι νεμέτορες

Ήρθανε πάλι οι νεμέτορες με τους μακρείς χιτώνες
και με χοντρά βιβλία υπό μάλης
αυτόκλητοι κι αλλόκλητοι κριτές
εψάχνανε να βρουν αμαρτωλούς να κρίνουν
όμως κανείς δεν πήγε στην πλατεία
κατήγορος και μηνυτής.

Ήρθανε πάλι οι νεμέτορες ήρθαν και ξαναήρθαν
αφίλιωτοι σταχτιοί και ξαγγρισμένοι
και δείχναν με το δάχτυλο φτωχούς περάτες
και δείχναν θεριστάδες και σκαφτιάδες
νυχτόκοπους ψαράδες
και τον Κωστή το θερμαστή.

Εγώ τη γη γνωρίζω
τη θάλασσα και τη φωτιά
κι είμαι στη δούλεψη του Ήλιου.

Εσείς για ποιον δουλεύετε;









Ας σβήσανε τα κάρβουνα

Πάνε καιροί που σβήσανε τα κάρβουνα
δεν έχει πέραση η φωτιά
φτωχοί ικέτες από καμιά φορά
χτυπούν την πόρτα για νερό
μουλιάζει ο σταυραδερφός μες στα βουρκόνερα
οι ναυαρχαίοι πέθαναν
πάνε κι οι θερμαστές
κρεμάσαν τις στολές και τις φωτογραφίες
για να περάσουν βλάσφημες ορδές
των χατζατζάρηδων
ν’ αποθαμάξουν
το πώς γηροκομούν κασίγνητους ανέμους.

……καλύτερη η παχιά η λησμονιά
μήπως και σταματήσει αυτή η βοή απ’ τα καζάνια
μήπως το αίμα λίγο ξαρμυρίσει
να λιγοστέψουν οι Ίκαροι που πέφτουν
να μην ακούω το γδούπο τους
δίπλα στους αμφορείς.

Ματαίως…
Τα ηφαίστειά μου πύρινα
κι ας φαίνονται σβησμένα

κι ας σβήσανε τα κάρβουνα.












Τα βήματα

Στη μνήμη του Νίκου Κτιστάκη

Άκουσα πάλι τα βήματα
της σιδηράς κορύνης
ποιος τυλιγαδοπόδαρος Περιφήτης
να περνά
ποιος Χάροντας μπαντέτσος του Φλεβάρη.

Άκουσα πάλι τα βήματα
και πάλι δεν φοβήθηκα
τι είν’ τα παράθυρα κλειστά από καιρό
και γω το ξάγι μου το έχω πληρωμένο.











Φόβος κανείς

Το τροχισμένο σου κοντάρι
κρύψε στον καλαμιώνα
μολυβδομάντεις γέμισαν τον τόπο
μα πάλι θ’ αστοχήσουν οι χρησμοί τους
το πέρασμα είν’ από δω
στις αυλακιές των μπαμπακιών
έραδε οι φύλακες ιερείς της Πελασγίδος
λατόμοι σκαφτιάδες θεριστές
ικτήρες αξυπόλυτοι
δεξίπυροι ακαείς Λημνιοί μουτζούρηδες
φύτρες του Ηφαίστου
τον καλαμιώνα εγώ τον φύτεψα
ριζάρι στην πλημμύρα
μου λέει τα μυστικά του και του λέω
τα μύχια πετράδια τα ζυγιασμένα στο βεζνέ
μάταια όσα κοντάρια και να κρύψεις
αφέντη σκοτεινέ
αφέντη τριτοξάδερφε
εδώ είν’ δικός μας τόπος
τις τρομερές Φορκίδες τις νικήσαμε
στον Πόντο προ πολλού.








Τραγούδια κόκκινα

Θα σας σφυρίξω τραγούδια ήσυχα
κόκκινα χρυσαφιά
τα άσπρα πουκάμισα γέμισαν την πλατεία
και στις ξερολιθιές οι λειτουργίες
αγίων ασωμάτων
χώμα δικό μου πρόσωπα μην αλλάζεις
θα ’ρθουν σε λίγο τα πουλιά στα κυπαρίσσια
με το σούρουπο
και θα χαλούν τον κόσμο
πείνασα δίψασα ως την απαντοχή
καπνός χύμα Ματσάγκου
μυρωδιά μπεζίνας
οι άσπροι αφροί κουνήσαν τα μαντήλια τους
απ’ τις κορφές κι από τον κάμπο
σας αντιχαιρετώ
δε θέλω γρανιτένιο τάφο δε θέλω μάρμαρα
στο χώμα μου που τ’ αγαπώ
και μ’ αγαπά αφήστε με
ή σε μια βάρκα στ’ ανοιχτά
τώρα μες στην αχλύ της δύσης
έρχονται κι όλο έρχονται
έτοιμα για χορό
της νιότης τα παιδιά με τ’ άσπρα τα πουκάμισα
της ευκαιρίας άγνωστα
κακόμοιρα παιδιά παλληκαράκια
σας δίνω τα τραγούδια μου σφυρίζοντας
τραγούδια ήσυχα
κόκκινα χρυσαφιά
οι προγραφές σας ήδη
τοιχοκολλήθηκαν.












Ο θεριστής ο Κώστας

Δεν κόβει τ’ αρδίνι
με την ατσάλινη κοσά
και την παλαμαριά
παραγγελιά αρχοντική στο Δοξάτο.
Κόβει κομμάτια
το χρυσάφι του ήλιου
και πληρώνεται με άλινο ασήμι
στις άκρες των χειλιών
στη ράχη
στα μαλλιά.
Οσο το στόμα γάνιασε
τόσο η ψυχή πλημμύρισε
απ’ την πολλή παλληκαριά
που ξέχειλη
δροσίζει την καυτή λάβα
και μαλακώνει τις πυρωμένες αντραγίδες
και τ’ αλύπητα βρέτσελα.
Χορός πυρρίχιος δαιμόνων
βήμα εκατό πήχες
μπόι δέκα καμπαναριά.
Παραλογίζει ο γέρο θεριστής
από την Πέργαμο
και αναχάσκουν οι μαχητές
των πεδιάδων.
Τ’ ανάκαρα χτυπά ο Αιήτης
που ήρθε βασιλική επίσκεψη στη Δήμητρα
και σταμάτησε να θαμάξει.
Προφήτες οι αγριαχλαδιές
στέλνουν ριπαίους χρησμούς σιγανά
με τις καψίδες του αθέρα.
Οι τζίτζικες σαλπίζουν
το θάμα στους πετρίτες
που εποπτεύουν αυστηρά άφωνοι
στη μυσταγωγία του φωτός.
Πέλωρα θεών
και πέλωρα ανθρώπων.
Φλουριά χρυσά μυριάδες
από σακιά που σκίζονται από σπάθες
χέρια από σάρκα και φωτιά
γιαλίζουν μες στις αστραπές
κατεβασιά λιωμένου χάλυβα
σε δεκτικές χοϊκές μήτρες.
Δώστε το Τζίκο δίπλα του
και βάλτε αντίκρα κεντουρίες
κι ας έρθει τώρα ο πορθητής
ο μαύρος καβαλάρης
ο αρχιθεριστής
μα και οπότε θέλει.









Αρετή

Στη μάνα μου Αρετή
Στην κόρη μου Αρετή


Τι πάλι παραμύθια
πως δήθεν απ’την ετήσια βροχή λεοντιδών
κι απ’την αστρόσκονη
από την πύρινη ουρά των κομητών
πως έπεσε
κι από ιπτάμενα φλόγινα περιβόλια
πλάσμα επουρανίων.
Και πώς να εξηγήσεις
το καθεμέρας άκουσμα
των πρωινών κυμάτων;
Μήπως δραπέτης της φωταύγειας
κρυστάλλινων γιγάντων
με κόκκινες παντιέρες
που καθρεφτίζονται, νείρονται, καμαρώνουν
τρεμουλιαστές σκιές
σε κάτασπρες παλίρροιες
και άπιαστους και άγνωστους θεούς
σε δέρμα λουλουδένιο
σε ηλιοτρόπιο και σε θαλασσινό αφρό;
Λάγνα αστροκοπιά
σα στρίβει στη γωνία
κι ο άνεμος αλλάζει
κι ανοίγoυν τα σκοτάδια
και φέγγουν τα ερμικά
και σταματούν οι πονεμένες προσευχές
με ήλιο λαύρο χορευτή
σε αφρικάνικους ρυθμούς;
Μήπως των αμαζόνων αρχηγός
θεά σε άσπρα αλόγατα
μια θάλασσα και μια φωτιά
ομίχλης γαία μάνα
όπου ανθίζουν μουσικές
και λάμπουν χιόνια άνθια
και έρωτας του δειλινού;
Μα ναι την εγνωρίσατε.
Αυτή είναι η Αρετούλα.









Βικτώρια

Στην αδελφή μου Βικτώρια

Κεχριμπαρένιες χάντρες στ’ ακροδάχτυλα
φωτόνια νετρόνια και κβάντα
άφωνα σαν την πέτρα
καθώς θαμπώθηκαν ανεμοπαίζοντας
απ’τη μουλέτα του κόκκινου λυκόφωτος
που περιβάλλει σε
αφέντρα των ηχηρών κατόπτρων.

Προσκύνησε το ασπρόμαυρο
κατατεθήκανε τα λάβαρα τα μεταξένια
στα πόδια φουντωμένης περιστέρας
αχορτασιά επουράνια
άνθος χιονιού στου ατσαλιού τον ύμνο
τα είδωλα δεν είν’ πλασμένα από λάσπη.

Τα ταχυδρομημένα χυμένια μανιφέστα
αμυθολόγητης εσπεράντο αλφάβητος
στα μάτια των αμύητων επιστολές
«αγαπημένοι μου γονείς κι αγαπημένα μου αδέρφια»
κι είν’ για τους γνώστες
της φωσφoρένιας τρέλας οι ανέμοι που φυσάνε
είναι οι πυρές ανασεμιές γονιμικών δαιμόνων
σύννεφα όλο βροχή στα βάθη της φωτιάς μας
χρυσά νομίσματα
ανάμεσα σ’ αγάλματα και αμφορείς
είναι το σέβας στην ιερή οργή
των τοτέμ της ξενιτείας.

Δεν είναι στην παλιά φωτογραφία
μα είναι
στον ουρανό που ψάχνει ο δείκτης σου
με νύχι της φωτιάς χαλκό
κομμένο με διαμάντια
και τ’ ανασήκωμα της απορίας του χειλιού σου
μόλις εψέλλισε σπασμένα οικοσήματα.

Εξωτικά κοσμήματα γεννήθηκαν
απ’ το Λημναίο το κεφάλι σου
που εμάκρυνε από μας και ψήλωσε πύργος καμαρωτός
και ήσκιωσε τα κεραμίδια μας που στάζουν
κοσμήματα και μοιάζουνε σπαθιά μαροκινά
ή με χρυσές κληματαριές μπλεγμένες μεσ’ τα νέφη
και βάζουν χειροπέδες στα βλέφαρα όποιας λογής
και θάμπωμα στα μάτια τα ατίθασα.
Δεν είσαι εσύ νοικοκυρά
δεν είσαι εσύ του έρωτα
δεν είσαι εσύ της εργασίας μόνο
εσύ είσαι ιέρεια
σε λόχους ψευδαισθήσεων
και η δοξολογία
εικονικών ταυτοτήτων.


















Τα θυμητάρια

Τα θυμητάρια της πέτρινης ζωής μου
ήρθανε πάλι και πετούν σαν νυχτερίδες
με το θαμπό τους χρώμα
με την ομίχλη τους
με όλα
νυχτερινά σαλπίσματα σειρήνων
κρύα μνημεία νεκρών σκαπανέων
σε χιονισμένα όρη
χιονάνθρωποι παιδιών πριν απ’ τον ήλιο
πολύχρωμες πεταλούδες σε σμήνη
ψυχές ολιγόζωες
στα νοερά μου καταφύγια
που από καιρό προετοιμάζω
έρχονται όχι σαν τα καλώ
αλλά οπότε θέλουν
στης γερασμένης πόλης τ’ αγκυροβόλια
απ’ τον αραχνιασμένο χρόνο τους
που κλειδώνει και ξεκλειδώνει
τις βροντερές καστρόπορτες
σαν αστραπή.










Κράτα καρδιά

Στον αδελφό μου Απόστολο

Ούτε σωτήρες ούτε τις σωτηρίες τους
γνώστης κοράκων παιδιόθεν
και ήξερες τα κρα της δολερής λαλιάς τους
ολόρτος μπρος στα λάβαρα
στα μετανοϊκά ξεφτέρια
αντίδωρο ποτέ απ’ τα χέρια τους
τα θυμιατήρια αμανάτι
για τις ταφές των κουφαριών τους
με τις προσήκουσες τιμές
στων πενεστών την τάξη την αρρίζικη
στο αναγκεμένο γένος μας
ο ήλιος μας είναι ζεστός
και το ψωμί μας καθαρό
αφού από παλιά σιταγωγός αγιάτρευτος
μ’ άσπρη πετσέτα στον αυχένα
στην πλάτη τα τσουβάλια
τα νήδυμα στρωσίδια χωματόβωλοι
νανούρισμα αγαθό
της θάλασσας και του ανέμου η βουή
στις ξεμετρήστρες και στους μοιρηγενείς τους
Θωμάς ο άπιστος
τα λόγια τ’ ανενσάρκωτα
άχυρα στη λασκάδα
πέταξες στο νοτιά
τα φρέατα τα τυχερά τα έτοιμα
για ν’ ανασύρεις το νερό
δεν έψαξες
αφού πηγαδάς εσύ της Αγροτέρας
έτσι μέχρι το τέλος καρδιά ορεία
καρδιά σπαραγμένη
κράτα γερά
κράτα.











Κίτρινα φθινόπωρα

Στα κίτρινα φθινόπωρα
στη συνοδειά της κοιμηθιάς μου
δεν έχουν πέραση
ψιλά και ρέστα
κόλλυβοι αργυραμοιβών
αφού «παγχρύσεα μήλα»
μνημών αλλοτινών
πληθύς ωκεανού
σκοπιωρός φυλάω
στήνοντας το αυτί
στους εικασμούς των φύλλων
των κίτρινων φθινόπωρών μου
τι εγώ δενδροφυής
από τα δάκρυα του Διός ξετρύπωσα
από τη γη κι απ’ τα κλαδιά των δέντρων
στήνοντας το αυτί
στους θειασμούς των φύλλων
των κίτρινων φθινόπωρών μου
του χρόνου μπας κι ακούσω την απόφαση
αν καταδίκη Τιθωνός ακρίδα
ή αν μ’ ευσπλαχνία
Νηρίτης κόχυλας στη θάλασσα.











Μετωποσκόποι

Στο γιο μου Νίκο

Στις μάντρες σύχναζε και στις παλιές τις κρήνες
αυτός αρχαίους ναούς τις έλεγε
και η παρέα του
είχε τον παράξενο τίτλο
των μετωποσκόπων
δε σφίγγανε το χέρι στους μετανοητές
ο Πολιτίων υπήρξε δάσκαλός τους
τον αγαπούσαν και τον πίστευαν
δεν είχε την ευθύνη έλεγαν
οι άλλοι αν δεν κατάλαβαν το λόγο του.















Προσδοκία - Προδοσία

Φώτα πολυελαίων
σ’ αναμονή των ρέμπελων
που καταφτάνουν ειλαδόν
σα ζυγιάσει ο ήλιος
θα χτυπήσουν οι καμπάνες στα κλαδιά
και το γένος των πιθήκων
κοπάδι αλαφιασμένων βακτριαστών
θα σπάσει τις κόκκινες καρδιές του
τα λιμάνια των εμπόρων
θα καούν από τ’ ακορντεόν
οι Λύκοι και οι Τέρμεροι
καπνός και στάχτη
οι ξεχασμένοι θρύλοι
θα ακουστούν στους καμένους πύργους
ο λάκκος των λεόντων
θα φωτιστεί απ’ τον αστερισμό
του μεγάλου Κυνός
κι οι σκονισμένες πολεμίστρες
με έπαρση πολύχρωμων καταιγίδων
θα κρεμάσουν τους υβριστές πατατοφάγους
σαν τους λαγούς στα σύρματα
την ώρα εκείνη τη δοξαστική
κανείς δε θα προσέχει
τον Κένταυρο πορθμέα
που μέσα στις σκιές
το φίλτρο το φαρμακερό της Δηιάνειρας
θα ετοιμάζει.








Θάλασσα και φωτιά

Στη μνήμη του αδελφού μου Βασίλη

Θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
τον πιο μικρό τον πιο καλό
το γιο μου τον παλληκαρά
ο ίδιος σας τον έφερα
θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
και σεις τον ξεγελάσατε
το δώρο το απατηλό
σαν δέκα και σαν είκοσι «Αβέρωφ»
δώρο Τιτάνων στο Ζαγρέα
το «Αtlantic Empress»
δώσατε
και έχασα τον πιο μικρό τον πιο καλό
το γιο μου τον παλληκαρά
για πάντα
στα σκότη μου τα τρίσβαθα
στη νύκτεια απελπισιά
μόν’ λίγα γράμματα φθαρμένα
«Περσικός, εν πλω 1/5/1979»
θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
ποτέ δε θα σας πω
«χαλάλι».

















Πανιά μου φουσκωμένα

Στον αδελφό μου Αργύρη

Πολύμορφα κατάρτια
πανιά μου φουσκωμένα ολόασπρα
αντάριασε η καρδιά μου ταξιδέψτε την
η πάλη αυτή δεν έχει γύρους
δεν έχει νικητή
στα σπήλαια τα παλαιολιθικά
στα άντρα των γοητρίδων
σταμπαρισμένο θήραμα αιώνων
των άσπρων κύκνων την αρχοντιά δε ζήλεψα
καλύτερα πουλί στο σμήνος μια κουκίδα
πυρακτωμένος χάλυβας σφυρήλατος
σε γύφτικο αμόνι χαρικιάδων
λίγο νερό
για το θεό λίγο νερό
πολύμορφα κατάρτια πως ψηλώσατε
πανιά μου φουσκωμένα αδάμαστα
αλλού ήθελα να πάω εγώ
πάλι αλλού με πήγατε.










Να σβήνει τα κεριά

Τρικέρια και πολυκάντηλα δεν ήξερε τι είναι
δεν τα’χε δει ποτέ
αυτός πειρατής θαλασσοπόρος διά βίου
γυάλιζε το σπαθί του και τις μπότες του
εκούρσευε καράβια
κι έπαιρνε σκλάβες όμορφες.
Τώρα αυτά περάσανε
εδώ να κάτσεις του είπαν
σε κάναμε επίτροπο να σβήνεις τα κεριά
κι αυτός
αιχμάλωτος παρτιζάνος σε ενέδρα
παρακολουθεί τα λαμπρά μνημόσυνα
χτυπά τις καμπάνες δυνατά
να μην ακούει τα περιγέλια
των πλανόδιων εμπόρων.











Καρδιά προδότρα

Στη νάπα πεζοπόρος διψασμένος
αποδεχόμενος οριστικά τις χαμηλές πτήσεις
ονειρεύομαι κάθε βραδυά
τον κρυμό των πόλων
και το γαλήνιο μπλε του ουρανού
του πάγου καρναβαλιτζής
χορεύω κάθε νύχτα
κι ορθάνοιχτες
οι αλγεινές του νόστου οι πόρτες
πουλάω τα χαλκώματα στα πρωινά παζάρια
ή γυροφέρνω βιολιτζής
για κέρματα.
Άτιμα βουνά παλιοβουνά
κρατήστε τους μύθους σας γερά
μέσα στις γούβες των λατόμων
νάναι και μένα ξεναγός μου
η ανθρακωμένη μου καρδιά
καρδιά μου ψεύτρα
καρδιά προδότρα
μες στα μισά του δρόμου
πάλι και πάλι θα μ’ αφήσεις
να περιμένω άλλη μια φορά
τους πήλινους καβαλαραίους
να με φτάσουν.












Για πού δεν έχει

Έγειρε ο ήλιος
και για πού δεν έχει
άκου τα κύματα που σπάνε
αντάριασμα ξαντάριασμα
σκότεινα αγάλματα βραχένια
πλακώστε με στο στήθος
κρατήστε με όμηρο για πάντα
εδώ γύρω τριγύρω
για πού δεν έχει πια
έγειρε ο ήλιος
μαύρε Αγιαρμόλα φτάνει
γαλήνεψε
μη με καλείς
γιατί ένας άνθρωπος της στάχτης είμαι
ταξιδευτής στον ομφαλό της Ανδρομέδας
άστε με ήσυχο
έγειρε ο ήλιος
και για πού δεν έχει.











Κανγκασέιρο

Ε Λημνιέ
ε κανγκασέιρο
άγιε και βρισιάρη
μην παριστάνεις το γέρο κι άρρωστο
τον πεθαμένο μη μου κάνεις
ακόνισε το δρεπάνι
γυάλισε την παλαμαριά
χύμηξε στα χωράφια
του νησιού των λωτοφάγων.

Τι ν’ αποδείξεις και σε ποιον
πως θέριζες και ίδρωνες
πως σκοτωνόσουν
ανόητε Λημνιέ
ανόητε κανγκασέιρο
άγιε και βρισιάρη
άλλαξε ο κόσμος
οι άντρες γίνηκαν γυναίκες
και οι γυναίκες τέρατα
και το ψωμί σου το πετούν στο δρόμο.

Άσε καλύτερα Λημνιέ
άσε κανγκασέιρο
άγιε και βρισιάρη.
Καλύτερα να πέσεις
να πεθάνεις.
Καλύτερα.







Στερνό ταξίδι

Στη μνήμη του μπαρμπα-Γιάννη Γιαννέρη

Απόψε τους γνωστούς σου κάλεσε
με κρασί και μουσικές
κάντους για λίγο επισήμους
τσούγκρισε γεια σου αδερφέ και γεια σου φίλε.

Τον πατέρα σου μόνο μην καλέσεις
ταξιδεύει απόψε με το ζύγι στο κουτί
είν’απασχολημένος όσο κι αν θα’ θελε
πεντακόσια δέκα οχτώ συν φόρος
το κιλό.

Απόντες τυχεροί
απ’ τις μακρές σειρές των λεγεώνων
χορεύουν ζεϊμπεκιά κι ας μη βιαστούνε
μπροστά τους τον καιρό τον έχουν όλο
ζήτημα να ξανάρθουν.

Τον πατέρα σου μόνο μην καλέσεις
που δεν τον νοιάζει για το κρύο
ούτε για τα κενά του αεροπλάνου
οι έγνοιες του οριστικά τελειώσαν
πεντακόσια δέκα οχτώ συν φόρος
το κιλό.








Στα χώματα της Ατσικής

Στους μέλαγγες λένε
της Ατσικής πως κείτεται
πως τέλειωσε και πάει
και όπισε το φτωχικό μυαλό μας
και έτρεξε ωσάν το γάλα που άρμεγε παλιά
η λήθη η σκεπάστρα
που την ταράζουν κύματα κι αφροί
του Αγιαρμόλα πες
και άνεμοι νοτιάδες
μονάχα της στιγμής
αριά και πότε πότε.

Ότι κι αν πείτε αυτός δεν είναι εκεί
στα ξώλαμπρα θα έρθει
νιος και γερός
ξωμάχος θεριστής.
Τι κυπαρίσσια ησκιερά
τι μάρμαρα και λιβανιές
τι κόλυβα και σχώριες.
Ψάξτε σ’ ανθοβολές δεντρών
σε μπαμπακιώνες άσπρους
στη μυρωδιά του άχυρου
στις θημωνιές, στ’ αμπέλια.

Έλα πατέρα πια
άφησε τα αστεία
παιδάκια είμαστε μικρά
μη βλέπεις τα κεφάλια μας τα γκρίζα
βράδιασε πια
φέρε μας το λουκούμι
το τυλιγμένο στο χαρτί.

Έλα πατέρα πια
άφησε τα αστεία
παιδάκια είμαστε μικρά
μη βλέπεις τα κεφάλια μας τα γκρίζα
ξεπρόβαλε απ’ τ’ αλώνια
το φόβο για να διώξεις
που ολόγυρα μας έκλεισε.









Πως είδα τον πατέρα μου

Στραφταλίστε τζιτζιφιές αγριόψυχες
θροΐστε ύπουλα το καταμεσήμερο
οι πέρδικες της Καρπασινής θάλασσας
δεν ξεγιελιούνται
ούτε και γω
παρ’ όλο που μου φάνηκε
πως είδα τον πατέρα μου
να κουβαλά τον άμμο
στην πλάτη όπως παλιά.

Αδέρματα κοχύλια χαρκινάδια
παίξτε τα άσπρα πόδια μας
υποκριθείτε πως τίποτα δεν τρέχει
και γω το ίδιο κάνω
στα δροσερά νερά
παρ’ όλο που μου φάνηκε
πως είδα τον πατέρα μου
να κουβαλά τον άμμο
στην πλάτη όπως παλιά.

Σταλίκια ξεραμένα απ’ τον καιρό
ντυθείτε τους χυμούς σας ξανανιώστε
φοβίστε τα χταπόδια
κάντε πως καρτερείτε τον αφέντη σας
που όμως δεν θα ξανάρθει
παρ’ όλο που μου φάνηκε
πως τον ξανάδα σήμερα
να κουβαλά τον άμμο
στην πλάτη όπως παλιά.
















Χαμογελά και φεύγει

Φύσηξε αεράκι απ’ το Μπουρνιά
χορέψτε πράσινα σπαρτά
ασπρίστε ακακίες
συνωμοτήστε όλα σήμερα
στρώσετε το τραπέζι
θα έρθει πάλι σήμερα
θα ’ρθει με την τραγιάσκα
με το καρώ πουκάμισο
έρχεται και ξανάρχεται
χαμογελά και φεύγει
ούτε ένα γεια ούτε μιλιά
χαμογελά και φεύγει.













Αλτεμπαράν

Απ’ τον Αλτεμπαράν σηκώνεσαι νωρίς
πες αξημέρωτα
βόλτα στα μαξιλάρια μας
στον ύπνο τον ατάραχο
τις λίγες πτηνές ελπίδες ν’ αφαιρέσεις
τις μάταιες
πάντα σου αρέσανε τα άστρα
σαν τον Αλτεμπαράν
το χιόνι
η αυγή
το στάρι
και ο καφές το απόγευμα
μείνε σ’ αυτά Ατσικιώτη
μην ενοχλείς τον ύπνο μας
ούτε τα όνειρά μας
εμείς σε χρειαζόμασταν
εξάλλου οι πρωταργάτες είχαν χαθεί από καιρό
εσύ ήθελες βόλτες στον Αλτεμπαράν
τι μου γυρνάς τώρα
τι έρχεσαι πρωινιάτικα
παγούρια φορτωμένος
απ’ το Ληθαίο ποταμό
κι απ’ το νερό της Άρνης
τέτοιο νερό δεν πίναμε ποτέ
κι ούτε θα πιούμε
τέρμα.










Λήμνος - Όλυνθος

Τι θέλουν τούτοι οι κοντοβρακάτοι
στα ιερά της Δήμητρας
στων βράχων μας τον τόπο
στις Χαλικωτές και στα Πετρούζα
στα περάσματα των πετριτών
στις άγονες γραμμές των Πελασγών
στην πρωινή αντάρα του Αλή
στους νύχιους οφθαλμούς των τσοπανόσκυλων.

Τι ζητούν τούτοι οι φωτογράφοι
στους γκρεμισμένους ανεμόμυλους
στα χειμωνιάτικα κύματα του Αγιαρμόλα
στο Σεπτέμβρη των περιβολιών μας
στους αέρηδες των μαλλιών των κοριτσιών
στα χτισμένα πιθάρια με το καλαμπάκι
στους πέτρινους φρουρούς καπνοδούκους
και στους ψωμόφουρνους που καπνίζουν.

Τι ψάχνουν τούτοι οι πρωτευουσιάνοι
μες στις αυλακιές των μπαμπακιών
στις βόντενες και τα κυδώνια του χιονιά
στις κληματσίδες τ’ Αη Γιαννιού
στα κοπάδια των βερτσωνιών στις καλαμιές
στην οσμή των καφεδιών αλόγων
στα κατσικάκια κάτω απ’ τα κοφίνια
και στους λευκούς περιστεριώνες που βομβούν.

Τι να κοιτούν τούτοι οι τουριστές
μες στον ασβέστη των ντουβαριών
στα τηλεγραφόξυλα που βουΐζουν
στα χελιδόνια των συρμάτων που νοστούν
στα σμήνη των γαγιλών που χαλούν τον κόσμο
στις ξύλινες πορτάρες των πέργιορων
στο δάκρυ της χαροκαμένης
και στα κλειστά παράθυρα της μοναξιάς.

Τι γυροφέρνουν τούτοι οι ασπρουλιάρηδες
τα σαθήρια με τις αμυγδαλιές
το βρασμένο στάρι με τα ρόδια
τις μαύρες φορεσιές των γυναικών
τους ξεραμένους πλοκαμούς των χταποδιών
τις αγριόχηνες μες στα παγωμένα σπαρτά
τις πέτρινες πελεκητές γούρνες
τα κίτρινα φύλλα της συκιάς
με τα ερωτήματα πάνω τους γραμμένα.

Τι χτίζουν τούτοι οι νεόπλουτοι πα στα προγονικά μας
τι αγοράζουν τα χωράφια μας
πού πήγαν τα δικά μας τα παιδιά
πού πήγαν οι ομέστιοι κι οι γείτονες
τι θα γενούν τ’ αμπέλια μας
με ποιους θα πίνουμε καφέ μες στην πλατεία.
Λήμνος - Όλυνθος διά της προδοσίας.









Αλλόκοσμο πανηγύρι

Οι γόητες οι μάγοι του χαλκού
των πέτρινων σπιτιών
των ανοιχτών των κανατιών – παραθυρόφυλλων
κρεμούν παλάντζες σκουριασμένες σε ταβάνια
που στόματα χοάνες γιοφυριών φαντάζουν
κι οι κόκκινοι άνθρωποι των πλακοστρώτων
το θρηνητή το λάλο το μουτζούρη
τον που πουλά τα κάρβουνα
που θα τους κάψουν ζωντανούς
κι αυτοί αλτήρες αστρικοί τηκόμενοι
να εξαχνωθούν στο άπειρο
στο Μάτι της Γάτας
τον προσκυνούν και τον πολυχρονίζουν
σε ουράνιες λιμνοθάλασσες να κολυμπά
μεγάλος σκοτερός αφέντης
για νάρθει το πρωί ξεκούραστος και καθαρός
στις σκουριασμένες τις παλάντζες να τους βάλει
και ύστερα να τους τοξέψει αγέρωχος πομπαίος
κι οι γόητες οι μάγοι του χαλκού
των πέτρινων σπιτιών
των ανοιχτών των κανατιών – παραθυρόφυλλων
να πάρουνε την αμοιβή
καθώς τους πρέπει.











Καφενείον «Η Δήμητρα»

Δίσειρα τρίσειρα πάνω στα ράφια
αραδιαστήκαν πάλι τα χιονένια κάρακλα
και έδιωξαν μπουκάλια και ποτήρια
σαν που χτυπά εσπερινός
νάτα καλωσορίστε
ούτε πεινούν ούτε διψούν
το διαρμιστή τον κεραστή
με τις απόσκιες κόγχες τους
εμένανε κοιτούν
τις ερεβένιες τους οπές
τις αμφιρρώγες σχισματιές
μου δείχνουν θυμωμένα
κατάμονε πολεμιστή αργάτη
από τα μωροφάσκια σου εκγενής δραπέτης
σκλάβος επάρουρος
η Δήμητρα είναι Σιτώ
είναι ψωμί στημόνι
και μη βαφτίζεις καφενεία
δικέλι και δρεπάνι πάρε απ’ τη γωνιά
σκάψε αμπέλια θέρισε σπαρτά
όρμα στα στρογγυλά αλώνια
λατόμεψε τη γη κάψε καμίνια
άφησε τους θαμώνες στους καφέδες τους
ρακιά να πίνουν και να προλέγουν συμφορές
και μην ακούς για Τροίες
για ξύλινα αλόγατα
τα Ηράκλεια τόξα πομείνανε εδώ
είναι δικέλι
είναι δρεπάνι
μην τα αφήνεις στη γωνιά
των εκτημόρων τη γενιά σου
σώσε.













Πορευθείτε

Πορευθείτε ασκεπείς σημαιάζοντες
θα επανέλθετε στα σίγουρα
δούλοι και υπηρέτες
της αφόρητης ανάγκης
που αζήμια βούλεται
να παραδώσει σας
σε χέρια και σε σχήματα απολιθωμάτων.

Πορευθείτε φουριόζοι πυρομάγουλοι
θα επανέλθετε κάποια στιγμή
με λιμούς σεισμούς τα σωθικά σας
κατερειπωμένα
της απόλυτης εκλογίκευσης
καθηγητές ευνούχοι
ηνίοχοι διφρηλάτες
φανταστικών μαχών.

Πορευθείτε φωνασκούντες ψιττακοί
θα επανέλθετε σύντομα
πληρωτήδες με τόκο
για τη σάπια ρίζα εντός σας
τη στερρά μπολιασμένη
κι η δορά λεοντή ν’ ανεμίζει
τα θάρρητά σας ακόμα βαστώντας.












Μνήμη παραμάνα

Του Αγιαρμόλα ψαραητοί
και των παλιών σκολειών αλεμονάτες
αμίαντοι κριτές
γραδιάστε και ζυγιάστε
σε μαύρες πέτρες κοφτερές
σε ματωμένα πέλματα
ότι καλά ανατολικά έργατα
ετέλεψα.
Αν παραβάτης του βίου εγώ
αν φυγάς της βραδείας ανθρωποθυσίας
μαζί με τους αχνούς χορευτές των γκρέμνων
τους λευκούς πρωινούς της πάχνης
ας χαθώ στον ορίζοντα
κι απ’ την πικρή κατάκριση των καροτσόδρομων
ας μακρύνω.
Μνήμη μου.
Μνήμη μου παραμάνα μου
να σπλαχνιστείς δεν έμαθες ποτέ.







ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Νιότη
Από δω πέρασε ο Κώστας
Θερμαστής στο θωρηκτό "Αβέρωφ"
Με τα παιδιά της Γαίας
Απ’ το κάδρο
Ταξίδια του νου
Οι νεμέτορες
Ας σβήσανε τα κάρβουνα
Τα βήματας κανείς
Τραγούδια κόκκινα
Ο θεριστής ο Κώστας
Αρετή
Βικτώρια
Τα θυμητάρια
Κράτα καρδιά
Κίτρινα φθινόπωρα
Μετωποσκόποι
Προσδοκία – προδοσία
Θάλασσα και φωτιά
Πανιά μου φουσκωμένα
Να σβήνει τα κεριά
Καρδιά προδότρα
Για πού δεν έχει
Κανγκασέιρο
Στερνό ταξίδι
Στα χώματα της Ατσικής
Πως είδα τον πατέρα μου
Χαμογελά και φεύγει
Αλτεμπαράν
Λήμνος – Όλυνθος
Αλλόκοσμο πανηγύρι
Καφενείον «Η Δήμητρα»
Πορευθείτε
Μνήμη παραμάνα

Δεν υπάρχουν σχόλια: